χώμα: Difference between revisions
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
m (Text replacement - "ῥεῡμα" to "ῥεῦμα") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[χῶμα]], -ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν<br />το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο [[έδαφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκόνη]] («ο [[αέρας]] γέμισε [[χώμα]] τα παράθυρα»)<br /><b>2.</b> [[έδαφος]] («έπεσε από [[ψηλά]] στο [[χώμα]]»)<br /><b>3.</b> γη, [[τόπος]] («το άγιο [[χώμα]] της πατρίδας»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έφαγε η [[πλάτη]] του [[χώμα]]» — έπεσε σε ύπτια [[θέση]]<br />β) «έφαγε η [[μύτη]] [ή η [[μούρη]]] του [[χώμα]]» — τον έριξε ο [[αντίπαλος]] [[μπρούμυτα]]<br />γ) «τον κύλισε στο [[χώμα]]» — τον έριξε [[καταγής]]<br />δ) «τον έφαγε το [μαύρο] [[χώμα]]» — πέθανε και τον έθαψαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίχωμα]], τεχνητό ύψωμα για την [[κατάληψη]] τείχους («ὁρῶντες τὸ [[χῶμα]] αἰρόμενον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανάχωμα]] σε όχθη ποταμού<br /><b>3.</b> [[αποβάθρα]], [[μώλος]]<br /><b>4.</b> [[αμμώδης]] [[γλώσσα]] εδάφους, [[ακρωτήριο]]<br /><b>5.</b> [[τύμβος]], [[τάφος]] (α. «[[οὔτε]] τάφων χώματα γαίας ἐσορῶ», <b>Ευρ.</b><br />β. «ὄμβρων μεγάλων ἐπιπεσόντων καὶ χώματος περιρραγέντος ἐξέωσε τὰς σοροὺς τὸ | |mltxt=το / [[χῶμα]], -ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν<br />το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο [[έδαφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκόνη]] («ο [[αέρας]] γέμισε [[χώμα]] τα παράθυρα»)<br /><b>2.</b> [[έδαφος]] («έπεσε από [[ψηλά]] στο [[χώμα]]»)<br /><b>3.</b> γη, [[τόπος]] («το άγιο [[χώμα]] της πατρίδας»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έφαγε η [[πλάτη]] του [[χώμα]]» — έπεσε σε ύπτια [[θέση]]<br />β) «έφαγε η [[μύτη]] [ή η [[μούρη]]] του [[χώμα]]» — τον έριξε ο [[αντίπαλος]] [[μπρούμυτα]]<br />γ) «τον κύλισε στο [[χώμα]]» — τον έριξε [[καταγής]]<br />δ) «τον έφαγε το [μαύρο] [[χώμα]]» — πέθανε και τον έθαψαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίχωμα]], τεχνητό ύψωμα για την [[κατάληψη]] τείχους («ὁρῶντες τὸ [[χῶμα]] αἰρόμενον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανάχωμα]] σε όχθη ποταμού<br /><b>3.</b> [[αποβάθρα]], [[μώλος]]<br /><b>4.</b> [[αμμώδης]] [[γλώσσα]] εδάφους, [[ακρωτήριο]]<br /><b>5.</b> [[τύμβος]], [[τάφος]] (α. «[[οὔτε]] τάφων χώματα γαίας ἐσορῶ», <b>Ευρ.</b><br />β. «ὄμβρων μεγάλων ἐπιπεσόντων καὶ χώματος περιρραγέντος ἐξέωσε τὰς σοροὺς τὸ ῥεῦμα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[σωρός]] από ερείπια («ἔθηκας πόλεις εἰς [[χῶμα]]», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χω</i>- του αρχ. [[χώννυμι]] «[[σχηματίζω]] σωρό, [[φράζω]], [[αποκλείω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> ([[πρβλ]]. [[ζώννυμι]]: [[ζῶμα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:55, 8 April 2022
Greek Monolingual
το / χῶμα, -ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν
το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο έδαφος
νεοελλ.
1. σκόνη («ο αέρας γέμισε χώμα τα παράθυρα»)
2. έδαφος («έπεσε από ψηλά στο χώμα»)
3. γη, τόπος («το άγιο χώμα της πατρίδας»)
4. φρ. α) «έφαγε η πλάτη του χώμα» — έπεσε σε ύπτια θέση
β) «έφαγε η μύτη [ή η μούρη] του χώμα» — τον έριξε ο αντίπαλος μπρούμυτα
γ) «τον κύλισε στο χώμα» — τον έριξε καταγής
δ) «τον έφαγε το [μαύρο] χώμα» — πέθανε και τον έθαψαν
αρχ.
1. επίχωμα, τεχνητό ύψωμα για την κατάληψη τείχους («ὁρῶντες τὸ χῶμα αἰρόμενον», Θουκ.)
2. ανάχωμα σε όχθη ποταμού
3. αποβάθρα, μώλος
4. αμμώδης γλώσσα εδάφους, ακρωτήριο
5. τύμβος, τάφος (α. «οὔτε τάφων χώματα γαίας ἐσορῶ», Ευρ.
β. «ὄμβρων μεγάλων ἐπιπεσόντων καὶ χώματος περιρραγέντος ἐξέωσε τὰς σοροὺς τὸ ῥεῦμα», Πλάτ.)
6. σωρός από ερείπια («ἔθηκας πόλεις εἰς χῶμα», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χω- του αρχ. χώννυμι «σχηματίζω σωρό, φράζω, αποκλείω» + κατάλ. -μα (πρβλ. ζώννυμι: ζῶμα)].