κούρος: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑM κοῡρος)<br />αρχαϊκό [[άγαλμα]] νέου άντρα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πετεινός]], [[κόκορας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[νέος]], [[παληκάρι]], [[κόρος]] («ἐκ μὲν Δουλιχίοιο δύω καὶ [[πεντήκοντα]] κοῡροι κεκριμένοι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[γιος]] («κοῡρον Ζήθοιο ἄνακτος», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιων. και ποιητ. τ. του [[κόρος]]. Η [[χρήση]] του ιων. τ. [[κοῦρος]] για τον χαρακτηρισμό τών αρχαϊκών αγαλμάτων οφείλεται [[προφανώς]] στο [[γεγονός]] ότι τέτοια αγάλματα κατασκευάστηκαν για πρώτη [[φορά]] σε περιοχές της Ιωνίας (Έφεσο, Σάμο, Χίο κ.ά.].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κουρήϊος]], [[κούρητες]], [[Κουρήτες]], [[κουρίδιος]], [[κουρίζω]], [[κουρικός]], [[κούριος]], [[κουρόσυνος]], [[κουρότερος]], [[κουρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> [[κουροφθόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κουροβόρος]], [[κουρογονία]], [[κουροθαλής]], [[κουροκτόνος]], [[κουροτόκος]], [[κουροτρόπος]], [[κουροτρόφος]] [[κουρόφιλος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αγλαόκουρος]], [[άκουρος]]].<br /><b>(II)</b><br />κοῡρος, ὁ (Α)<br />μικρό [[κλαδί]] που κόβεται από [[δένδρο]] για καθαρισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κουρά]].<br /><b>(III)</b><br />ο<br />το [[κούρεμα]], η [[κουρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του [[κουρεύω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑM κοῦρος)<br />αρχαϊκό [[άγαλμα]] νέου άντρα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πετεινός]], [[κόκορας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[νέος]], [[παληκάρι]], [[κόρος]] («ἐκ μὲν Δουλιχίοιο δύω καὶ [[πεντήκοντα]] κοῦροι κεκριμένοι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[γιος]] («κοῦρον Ζήθοιο ἄνακτος», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιων. και ποιητ. τ. του [[κόρος]]. Η [[χρήση]] του ιων. τ. [[κοῦρος]] για τον χαρακτηρισμό τών αρχαϊκών αγαλμάτων οφείλεται [[προφανώς]] στο [[γεγονός]] ότι τέτοια αγάλματα κατασκευάστηκαν για πρώτη [[φορά]] σε περιοχές της Ιωνίας (Έφεσο, Σάμο, Χίο κ.ά.].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κουρήϊος]], [[κούρητες]], [[Κουρήτες]], [[κουρίδιος]], [[κουρίζω]], [[κουρικός]], [[κούριος]], [[κουρόσυνος]], [[κουρότερος]], [[κουρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> [[κουροφθόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κουροβόρος]], [[κουρογονία]], [[κουροθαλής]], [[κουροκτόνος]], [[κουροτόκος]], [[κουροτρόπος]], [[κουροτρόφος]] [[κουρόφιλος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αγλαόκουρος]], [[άκουρος]]].<br /><b>(II)</b><br />κοῦρος, ὁ (Α)<br />μικρό [[κλαδί]] που κόβεται από [[δένδρο]] για καθαρισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κουρά]].<br /><b>(III)</b><br />ο<br />το [[κούρεμα]], η [[κουρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του [[κουρεύω]].
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 13 June 2022

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑM κοῦρος)
αρχαϊκό άγαλμα νέου άντρα
νεοελλ.
πετεινός, κόκορας
μσν.-αρχ.
νέος, παληκάρι, κόρος («ἐκ μὲν Δουλιχίοιο δύω καὶ πεντήκοντα κοῦροι κεκριμένοι», Ομ. Οδ.)
αρχ.
γιος («κοῦρον Ζήθοιο ἄνακτος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. και ποιητ. τ. του κόρος. Η χρήση του ιων. τ. κοῦρος για τον χαρακτηρισμό τών αρχαϊκών αγαλμάτων οφείλεται προφανώς στο γεγονός ότι τέτοια αγάλματα κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά σε περιοχές της Ιωνίας (Έφεσο, Σάμο, Χίο κ.ά.].
ΠΑΡ. αρχ. κουρήϊος, κούρητες, Κουρήτες, κουρίδιος, κουρίζω, κουρικός, κούριος, κουρόσυνος, κουρότερος, κουρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. κουροφθόρος
αρχ.
κουροβόρος, κουρογονία, κουροθαλής, κουροκτόνος, κουροτόκος, κουροτρόπος, κουροτρόφος κουρόφιλος. (Β' συνθετικό) αρχ. αγλαόκουρος, άκουρος].
(II)
κοῦρος, ὁ (Α)
μικρό κλαδί που κόβεται από δένδρο για καθαρισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κουρά.
(III)
ο
το κούρεμα, η κουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του κουρεύω.