υποβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποβάλλω]], ΝΜΑ, και επικ. τ. [[ὑββάλλω]] Α [[βάλλω]]<br />[[θέτω]] [[κάτι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «[[υποβάλλω]] θεμέλια» β. «[[κάτω]] μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ.<br />γ. «[[ὑπένερθε]] δὲ λίθ' ὑπέβαλλεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] υπό την [[κρίση]] ή την [[έγκριση]] κάποιου (α. «[[υποβάλλω]] [[υποψηφιότητα]]» β. «[[υποβάλλω]] τη [[διατριβή]] μου»)<br /><b>2.</b> [[προτείνω]] ή [[ζητώ]] από την αρμόδια [[αρχή]] ως [[υφιστάμενος]] (α. «[[υποβάλλω]] [[αίτηση]]» β. «[[υποβάλλω]] την παραίτησή μου» γ.«[[υποβάλλω]] [[αναφορά]]»)<br /><b>3.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να υποστεί [[κάτι]] (α. «[[υποβάλλω]] σε [[ανάκριση]]» β. «[[υποβάλλω]] σε έξοδα»)<br /><b>4.</b> [[εκτελώ]] το [[έργο]] του υποβολέα στο [[θέατρο]], [[υπαγορεύω]] το [[κείμενο]] στους ηθοποιούς από το [[υποβολείο]]<br /><b>5.</b> [[υποκαθιστώ]] [[κάτι]] πλασματικό ως γνήσιο<br /><b>6.</b> [[επηρεάζω]] με τρόπο κάποιον, του [[υπαγορεύω]] τις σκέψεις μου ή την θέλησή μου («του υπέβαλε την [[ιδέα]] να παραιτηθεί»)<br /><b>7.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> <i>υποβάλλομαι</i><br />α) [[παθαίνω]] [[υποβολή]], [[αυθυποβάλλομαι]]<br />β) [[είμαι]] [[δεκτικός]] υποβολής, υπνωτισμού κ.ά. καταστάσεων<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[υποβάλλω]] τα σέβη μου» — τυπική [[μορφή]] χαιρετισμού σε σεβαστό [[πρόσωπο]] ή σε αξιωματούχο<br /><b>μσν.</b><br />[[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε κάποιον, [[δεσμεύω]] κάποιον («ξυλοπέδας τοῖς Ῥωμαίοις ὑπέβαλεν», Θεοφάν. <b>Ομ.</b>)·|| (μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] ή παρεμβάλλομαι στην [[συζήτηση]], [[διακόπτω]] (α. «ὑποβαλὼν ἑαυτόν, φησί», Ιωάνν. Χρυσ.<br />β. «ἑσταοτὸς μὲν καλὸν ἀκούειν, οὐδὲ ἔοικεν ὑββάλλειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπενθυμίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] ως [[βάση]] ή ως [[θεμέλιο]]<br /><b>2.</b> [[βάζω]] από [[κάτω]] για [[ζευγάρωμα]] («ὑποβάλλειν αἶγας τοῖς τράγοις», Λόγγ.)<br /><b>3.</b> [[υποτάσσω]] («ἑμαυτὸν ἐχθροῑς ὑποβαλών», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπενθυμίζω]] («ὑποβαλεῖν δυνήσεσθε, ἤ τι ἐπιλανθάνωνται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[υπαγορεύω]], [[υποδεικνύω]] («[[Ἀπόλλων]] ὑποβάλλει τῇ Πυθίᾳ τοὺς χρησμούς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑποβάλλομαι</i><br />α) [[οικειοποιούμαι]] το [[παιδί]] κάποιου άλλου, [[εμφανίζω]] [[ξένο]] [[παιδί]] ως δικό μου («φάμενοι αὐτὴν κομπέειν [[ἄλλως]] βουλομένην ὑποβαλέσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (σχετικά με λογοτεχνικό [[έργο]]) [[μιμούμαι]], [[λογοκλοπώ]] («[[Εὐριπίδης]] τὸ δρᾱμα δοκεῑ ὑποβαλέσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) λέω [[κάτι]] σαν να έχω υποβολέα, [[κλέβω]] τα [[λόγια]] κάποιου άλλου («εἰ ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) (για καταγγέλλοντα ή για μάρτυρα) υποκινούμαι («ὑπεβλήθησαν κατήγοροι τῷ τε ἱερεῑ τοῦ Διὸς Μερόλα...», <b>Αππ.</b>)<br />ε) [[επιχειρώ]] ένα [[έργο]] («τῷ [[μέντοι]] σύνταξιν ὑποβεβλημένῳ καὶ ἱστορίαν ἐξ οὐ προχείρων...», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑποβάλλω]] τινά τινι» — [[ρίχνω]] κάποιον [[κάτω]] από [[κάτι]] (<b>Πολ.</b>)<br />β) «[[ὑποβάλλω]] τὰ ὄμματά τινι» — [[ρίχνω]] το [[βλέμμα]] μου σε κάποιον (<b>Πλούτ.</b>)<br />γ) «[[ὑποβάλλω]] ὀνόματα» — ως [[καταδότης]] [[δίνω]] κατάλογο ονομάτων <b>(Λυσ.)</b><br />δ) «ὁ [[πρῶτος]] ὑποβεβλημένος» — ο [[πρώτος]] [[ιδρυτής]] μιας πόλης (<b>Στράβ.</b>)<br />ε) «[[ὑποβάλλω]] ψήφους» — [[ρίχνω]] [[λαθραία]], αντικανονικά ψήφους [[κατά]] την [[ψηφοφορία]] (<b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[ὑποβάλλω]], ΝΜΑ, και επικ. τ. [[ὑββάλλω]] Α [[βάλλω]]<br />[[θέτω]] [[κάτι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «[[υποβάλλω]] θεμέλια» β. «[[κάτω]] μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ.<br />γ. «[[ὑπένερθε]] δὲ λίθ' ὑπέβαλλεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] υπό την [[κρίση]] ή την [[έγκριση]] κάποιου (α. «[[υποβάλλω]] [[υποψηφιότητα]]» β. «[[υποβάλλω]] τη [[διατριβή]] μου»)<br /><b>2.</b> [[προτείνω]] ή [[ζητώ]] από την αρμόδια [[αρχή]] ως [[υφιστάμενος]] (α. «[[υποβάλλω]] [[αίτηση]]» β. «[[υποβάλλω]] την παραίτησή μου» γ.«[[υποβάλλω]] [[αναφορά]]»)<br /><b>3.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να υποστεί [[κάτι]] (α. «[[υποβάλλω]] σε [[ανάκριση]]» β. «[[υποβάλλω]] σε έξοδα»)<br /><b>4.</b> [[εκτελώ]] το [[έργο]] του υποβολέα στο [[θέατρο]], [[υπαγορεύω]] το [[κείμενο]] στους ηθοποιούς από το [[υποβολείο]]<br /><b>5.</b> [[υποκαθιστώ]] [[κάτι]] πλασματικό ως γνήσιο<br /><b>6.</b> [[επηρεάζω]] με τρόπο κάποιον, του [[υπαγορεύω]] τις σκέψεις μου ή την θέλησή μου («του υπέβαλε την [[ιδέα]] να παραιτηθεί»)<br /><b>7.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> <i>υποβάλλομαι</i><br />α) [[παθαίνω]] [[υποβολή]], [[αυθυποβάλλομαι]]<br />β) [[είμαι]] [[δεκτικός]] υποβολής, υπνωτισμού κ.ά. καταστάσεων<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[υποβάλλω]] τα σέβη μου» — τυπική [[μορφή]] χαιρετισμού σε σεβαστό [[πρόσωπο]] ή σε αξιωματούχο<br /><b>μσν.</b><br />[[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε κάποιον, [[δεσμεύω]] κάποιον («ξυλοπέδας τοῖς Ῥωμαίοις ὑπέβαλεν», Θεοφάν. <b>Ομ.</b>)·|| (μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] ή παρεμβάλλομαι στην [[συζήτηση]], [[διακόπτω]] (α. «ὑποβαλὼν ἑαυτόν, φησί», Ιωάνν. Χρυσ.<br />β. «ἑσταοτὸς μὲν καλὸν ἀκούειν, οὐδὲ ἔοικεν ὑββάλλειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπενθυμίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] ως [[βάση]] ή ως [[θεμέλιο]]<br /><b>2.</b> [[βάζω]] από [[κάτω]] για [[ζευγάρωμα]] («ὑποβάλλειν αἶγας τοῖς τράγοις», Λόγγ.)<br /><b>3.</b> [[υποτάσσω]] («ἑμαυτὸν ἐχθροῖς ὑποβαλών», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπενθυμίζω]] («ὑποβαλεῖν δυνήσεσθε, ἤ τι ἐπιλανθάνωνται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[υπαγορεύω]], [[υποδεικνύω]] («[[Ἀπόλλων]] ὑποβάλλει τῇ Πυθίᾳ τοὺς χρησμούς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑποβάλλομαι</i><br />α) [[οικειοποιούμαι]] το [[παιδί]] κάποιου άλλου, [[εμφανίζω]] [[ξένο]] [[παιδί]] ως δικό μου («φάμενοι αὐτὴν κομπέειν [[ἄλλως]] βουλομένην ὑποβαλέσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (σχετικά με λογοτεχνικό [[έργο]]) [[μιμούμαι]], [[λογοκλοπώ]] («[[Εὐριπίδης]] τὸ δρᾱμα δοκεῑ ὑποβαλέσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) λέω [[κάτι]] σαν να έχω υποβολέα, [[κλέβω]] τα [[λόγια]] κάποιου άλλου («εἰ ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) (για καταγγέλλοντα ή για μάρτυρα) υποκινούμαι («ὑπεβλήθησαν κατήγοροι τῷ τε ἱερεῑ τοῦ Διὸς Μερόλα...», <b>Αππ.</b>)<br />ε) [[επιχειρώ]] ένα [[έργο]] («τῷ [[μέντοι]] σύνταξιν ὑποβεβλημένῳ καὶ ἱστορίαν ἐξ οὐ προχείρων...», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑποβάλλω]] τινά τινι» — [[ρίχνω]] κάποιον [[κάτω]] από [[κάτι]] (<b>Πολ.</b>)<br />β) «[[ὑποβάλλω]] τὰ ὄμματά τινι» — [[ρίχνω]] το [[βλέμμα]] μου σε κάποιον (<b>Πλούτ.</b>)<br />γ) «[[ὑποβάλλω]] ὀνόματα» — ως [[καταδότης]] [[δίνω]] κατάλογο ονομάτων <b>(Λυσ.)</b><br />δ) «ὁ [[πρῶτος]] ὑποβεβλημένος» — ο [[πρώτος]] [[ιδρυτής]] μιας πόλης (<b>Στράβ.</b>)<br />ε) «[[ὑποβάλλω]] ψήφους» — [[ρίχνω]] [[λαθραία]], αντικανονικά ψήφους [[κατά]] την [[ψηφοφορία]] (<b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 15:04, 18 June 2022

Greek Monolingual

ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α βάλλω
θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ.
γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ' ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α. «υποβάλλω υποψηφιότητα» β. «υποβάλλω τη διατριβή μου»)
2. προτείνω ή ζητώ από την αρμόδια αρχή ως υφιστάμενος (α. «υποβάλλω αίτηση» β. «υποβάλλω την παραίτησή μου» γ.«υποβάλλω αναφορά»)
3. αναγκάζω κάποιον να υποστεί κάτι (α. «υποβάλλω σε ανάκριση» β. «υποβάλλω σε έξοδα»)
4. εκτελώ το έργο του υποβολέα στο θέατρο, υπαγορεύω το κείμενο στους ηθοποιούς από το υποβολείο
5. υποκαθιστώ κάτι πλασματικό ως γνήσιο
6. επηρεάζω με τρόπο κάποιον, του υπαγορεύω τις σκέψεις μου ή την θέλησή μου («του υπέβαλε την ιδέα να παραιτηθεί»)
7. (μεσοπαθ.) υποβάλλομαι
α) παθαίνω υποβολή, αυθυποβάλλομαι
β) είμαι δεκτικός υποβολής, υπνωτισμού κ.ά. καταστάσεων
8. φρ. «υποβάλλω τα σέβη μου» — τυπική μορφή χαιρετισμού σε σεβαστό πρόσωπο ή σε αξιωματούχο
μσν.
τοποθετώ κάτι πάνω σε κάποιον, δεσμεύω κάποιον («ξυλοπέδας τοῖς Ῥωμαίοις ὑπέβαλεν», Θεοφάν. Ομ.