Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐμπειρικός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=empeirikos
|Transliteration C=empeirikos
|Beta Code=e)mpeiriko/s
|Beta Code=e)mpeiriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[experienced]], ἁλιεῖς <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>532b20</span>. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span>742a17</span>, cf. <span class="bibl">Alex.243</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">οἱ ἐμπειρικοί</b> [[the Empiric school of physicians]], <span class="bibl">Cels.1</span><span class="title">Praef.</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">Sect.Intr.</span>1</span>, al., <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>8.327</span>, al.; <b class="b3">ἡ -κή</b> their doctrine,= Lat. [[empirice]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>29.5</span>; in full, ἐ. αἵρεσις Gal. l.c.; so ἐ. ἱστορία Phld.<span class="title">Rh.</span>1.93S. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[empirically]], ἰατρεύειν <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>8.204</span>, cf. Gal.15.8.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[experienced]], ἁλιεῖς <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>532b20</span>. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span>742a17</span>, cf. <span class="bibl">Alex.243</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">οἱ ἐμπειρικοί</b> [[the Empiric school of physicians]], <span class="bibl">Cels.1</span><span class="title">Praef.</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">Sect.Intr.</span>1</span>, al., <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>8.327</span>, al.; <b class="b3">ἡ -κή</b> their doctrine,= Lat. [[empirice]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>29.5</span>; in full, ἐ. αἵρεσις Gal. [[l.c.]]; so ἐ. ἱστορία Phld.<span class="title">Rh.</span>1.93S. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[empirically]], ἰατρεύειν <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>8.204</span>, cf. Gal.15.8.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:45, 15 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπειρικός Medium diacritics: ἐμπειρικός Low diacritics: εμπειρικός Capitals: ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Transliteration A: empeirikós Transliteration B: empeirikos Transliteration C: empeirikos Beta Code: e)mpeiriko/s

English (LSJ)

ή, όν, A experienced, ἁλιεῖς Arist.HA532b20. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός Id.GA742a17, cf. Alex.243, etc. 2 οἱ ἐμπειρικοί the Empiric school of physicians, Cels.1Praef., Gal.Sect.Intr.1, al., S.E.M.8.327, al.; ἡ -κή their doctrine,= Lat. empirice, Plin.HN29.5; in full, ἐ. αἵρεσις Gal. l.c.; so ἐ. ἱστορία Phld.Rh.1.93S. Adv. -κῶς empirically, ἰατρεύειν S.E.M.8.204, cf. Gal.15.8.

German (Pape)

[Seite 811] ή, όν, wer Erfahrungen hat u. danach handelt; ἁλιεῖς Arist. H. A. 4, 7. Bes. ein Schüler der Aerzte, die nur nach Erfahrung, nicht nach wissenschaftlichen Principien curirten, Sext. Emp. u. A. – Adv. = ἐμπείρως, B. A. 95 aus Alexis.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπειρικός: -ή, -όν, πεπειραμένος, ἁλιεῖς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 14. 2) οἱ ἐμπειρικοί, αἵρεσις ἰατρῶν, οἵτινες ἰσχυρίζοντο ὅτι τὸ μόνον ἀναγκαῖον πρᾶγμα εἰς τὴν τέχνην των ἦτο ἡ πρακτικὴ γνῶσις καὶ ἄσκησις (ἡ ἐμπειρική)· ἴδε Πλάτ. Νόμ. 857C, Γαλην. 2. 286 κἑξ., Κέλσ. 1, προοιμ., Πλίν. Η. Ν. 29. 1, Φαβρίκιου Προλεγόμενα εἰς Σέξτ. Ἐμπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντὶ τοῦ ἐμπείρως, Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 4, κλ.· ἐμπ. ἔχει τινὸς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. Α. 2. 6. 7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1experto, experimentado ἁλιεῖς Arist.HA 532b20.
2 que se basa en los datos de la experiencia, empírico δύναμις ἐ. capacidad de investigación empírica dicho del historiador Timeo, Plb.12.27a.3, cf. Procl.in Euc.p.26.5, 30.14, ἱστορία Phld.Rh.2.155Aur., ἐμπειρικὰ ὑπομνήματα tít. de una obra perdida de Sexto Empírico, S.E.M.1.61
subst. οἱ τῶν φιλοσόφων ... οἱ ... ἐμπειρικοί los filósofos empíricos entre los que se cuenta a Demócrito, Democr.B 10b.
3 medic. empírico, que sigue los postulados de la escuela empírica σημείωσιν ἐνπε[ιρική] ν diagnosis empírica Archibius (?) en Chirurg.Fr.Pap.2.2.4, cf. Gal.15.830, factio ab experimentis se cognominans empiricen Plin.HN 29.5, αἵρεσις Gal.Subf.Emp.36, ἰατρός ἐ. médico de la escuela empírica, médico empírico D.L.5.94, 9.116
como apelativo Σέξτος ὁ ἐ. dicho de Sexto Empírico, D.L.9.116, cf. CIRB 655 (Panticapeo II d.C.)
frec. plu. οἱ ἐμπειρικοί los empíricos, los médicos de la escuela empírica Cels.proem.10, Plu.2.908a, οἱ ἐμπειρικοὺς ἑαυτοὺς ὀνομάζοντες Gal.15.454, cf. 10.31, S.E.M.8.327
neutr. plu. Empírica, Tratados médicos según la escuela empírica tít. de una obra de Diodoro médico, Plin.HN 20.120.
II adv. -ῶς
1 de manera experta οἱ τοῖς ἐ. κεκραμένοις χρώμασι los pintores Apeles y Parrasio que con colores expertamente mezclados ... D.S.26.fr.1.1, cf. Alex.162.
2 con conocimiento empírico o científico οὐ λίαν ἐ. ἔχοντες τῶν συμβαινόντων sin un conocimiento científico de los datos Arist.GA 742a17.
3 según los postulados de la escuela empírica, empíricamente ἰατρεύειν S.E.M.8.204, cf. Gal.10.117, 15.8.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐμπειρικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει αποκτήσει γνώσεις με την πείρα, έμπειρος, πεπειραμένος
2. (κυρίως για γιατρό) εκείνος που έχει πρακτικές γνώσεις και εφαρμόζει πρακτικές μεθόδους χωρίς να διαθέτει επιστημονική συγκρότηση
νεοελλ.
1. (για τύπους, κανόνες κ.λπ. της φυσικής και της χημείας) αυτός που βασίζεται αποκλειστικά σε πειραματικά δεδομένα και όχι στη θεωρία
2. φρ. «εμπειρικός τύπος» — ο χημικός τύπος που παριστάνει το είδος τών ατόμων και την αριθμητική σχέση μεταξύ τους (χωρίς να παριστά και τον ακριβή αριθμό τών ατόμων)
3. φρ. «Εμπειρική Σχολή»
α) η φιλοσοφική σχολή που δέχεται την εμπειριοκρατία
β) η Σχολή τών γιατρών από το 2ο μ.Χ. αιώνα που απέρριπταν την επιστημονική διάγνωση
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἐμπειρική
η πρακτική γνώση.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπειρικός: II ὁ эмпирик (врач «эмпирической» школы, отрицавшей необходимость и возможность теоретического познания болезней и рекомендовавшей руководствоваться в их лечении только практикой) Sext.
имеющий опыт, опытный (ἁλιεῖς Arst.).