προπομπός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προπομπός:'''<br /><b class="num">1)</b> сопровождающий, сопутствующий ([[λόχος]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> идущий впереди: χοὰς π. Aesch. несущий впереди возлияния.<br /><b class="num">II</b> ὁ и ἡ сопровождающий, спутник Xen.: γυμνὸς προπομπῶν Aesch. без свиты; [[ἡμεῖς]] συνθάψομεν αἱ προπομποί Aesch. мы вместе (с Антигоной) похороним (Полиника).
|elrutext='''προπομπός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сопровождающий]], [[сопутствующий]] ([[λόχος]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> идущий впереди: χοὰς π. Aesch. несущий впереди возлияния.<br /><b class="num">II</b> ὁ и ἡ сопровождающий, спутник Xen.: γυμνὸς προπομπῶν Aesch. без свиты; [[ἡμεῖς]] συνθάψομεν αἱ προπομποί Aesch. мы вместе (с Антигоной) похороним (Полиника).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:25, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπομπός Medium diacritics: προπομπός Low diacritics: προπομπός Capitals: ΠΡΟΠΟΜΠΟΣ
Transliteration A: propompós Transliteration B: propompos Transliteration C: propompos Beta Code: propompo/s

English (LSJ)

όν,
A escorting, esp. in procession, λόχος X.Cyr.4.5.17: c. acc., χοὰς προπομπός = carrying drink offerings in procession, A.Ch.23(lyr.).
II Subst., conductor, escort, protector, Id.Pers.1036 (lyr.), X.Cyr.3.1.2; of Hermes, Alex.89; of the Furies, A.Eu.206; of priestesses of Athena, ib. 1005(anap.); of attendants in a funeral procession, Id.Th.1074 (anap.); π. τιρώνων PLips.35.5 (iv A.D., cf. Arch.Pap.3.563).

German (Pape)

[Seite 741] begleitend, Aesch. Ch. 23, u. subst., γυμνός εἰμι προπομπῶν, Pers. 993; ἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν αἵδε προπομποί, Spt. 1061; Xen. Cyr. 3, 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προπομπός: -όν, (προπέμπω) ὁ προπέμπων, ὁ συνοδεύων, μάλιστα ἐν πομπῇ, πρ. λόχος Ξεν. Κύρ. 4. 5, 17· μετ’ αἰτιατ., χοὰς προπομπὸς (χοᾶν προπομπὸς Casaubon, Dind.), ὁ φέρων ἐν πομπῇ χοὰς (ἴδε τὴν λέξιν), Αἰσχύλ. Χο. 23. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ συνοδεύων τινά, φύλαξ, ὑπερασπιστής, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1036, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 2· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἄλεξ. ἐν «Θεσπρωτοῖς» 1· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 206· ἐπὶ τῶν ἱερειῶν τῆς Ἀθηνᾶς, αὐτόθι 1005· ἐπὶ τῶν παρακολουθούντων κηδείαν, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 1069.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui accompagne, qui escorte ; conducteur, protecteur ; particul. qui suit un convoi funèbre.
Étymologie: προπέμπω.

Greek Monolingual

ο / προπομπός, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. συνοδός προσώπου που αποχωρεί, αυτός που ξεπροβοδίζει κάποιον
2. αυτός που έχει σταλεί πριν από άλλους ή άλλον ή από κάτι που ακολουθεί
3. στρ. το προπορευόμενο κλιμάκιο της εμπροσθοφυλακής
αρχ.
1. (ως επίθ) αυτός που συνοδεύει πομπή («συσκευάζου καὶ τὸν λόχον προπομπὸν ἄγε», Ξεν.)
2. το αρσ. ως ουσ.προπομπός
(για τον Ερμή, τις Ερινύες, τις ιέρειες της Αθηνάς και για εκείνους που μετείχαν σε νεκρώσιμη πομπή) φύλακας, υπερασπιστής
3. φρ. «χοὰς προπομπός» — αυτός που μεταφέρει χοές σε πομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πομπός (< πέμπω), πρβλ. παραπομπός.

Greek Monotonic

προπομπός: -όν (προπέμπω),
I. συνοδός, ιδίως σε πομπή, ακολουθία, σε Ξεν.· με αιτ., προπομπὸς χοάς, αυτός που μεταφέρει χοές (υγρά αφιερώματα) σε πομπή, σε Αισχύλ.
II. ως ουσ., φύλακας, συνοδός, υπερασπιστής, στον ίδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προπομπός:
1) сопровождающий, сопутствующий (λόχος Xen.);
2) идущий впереди: χοὰς π. Aesch. несущий впереди возлияния.
II ὁ и ἡ сопровождающий, спутник Xen.: γυμνὸς προπομπῶν Aesch. без свиты; ἡμεῖς συνθάψομεν αἱ προπομποί Aesch. мы вместе (с Антигоной) похороним (Полиника).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προπομπός -όν [προπέμπω] begeleidend (in processie); Xen. Cyr. 4.5.17; subst. m. en f. begeleider:. γυμνός εἰμι προπομπῶν ik ben verstoken van begeiders Aeschl. Pers. 1036.

Middle Liddell

προπομπός, όν προπέμπω
I. escorting, especially in a procession, Xen.: c. acc., πρ. χοάς carrying drink-offerings in procession, Aesch.
II. as substantive a conductor, escort, attendant, Aesch., Xen.