σκοταῖος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκοταῖος:''' 3, реже<br /><b class="num">1)</b> темный ([[νύξ]] Diod.): ἐνέδραι σκοταῖοι Plut. ночные засады;<br /><b class="num">2)</b> (при глаголах движения) окутанный тьмой, т. е. в ночное время: σκοταίους [[διελθεῖν]] τὸ [[πεδίον]] Xen. пройти равнину под покровом ночи; σκοταῖοι προσίοντες Xen. прибывающие по наступлении ночи; σ. παρῆλθεν Xen. он прибыл ночью.
|elrutext='''σκοταῖος:''' 3, реже<br /><b class="num">1)</b> [[темный]] ([[νύξ]] Diod.): ἐνέδραι σκοταῖοι Plut. ночные засады;<br /><b class="num">2)</b> (при глаголах движения) окутанный тьмой, т. е. в ночное время: σκοταίους [[διελθεῖν]] τὸ [[πεδίον]] Xen. пройти равнину под покровом ночи; σκοταῖοι προσίοντες Xen. прибывающие по наступлении ночи; σ. παρῆλθεν Xen. он прибыл ночью.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:10, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοταῖος Medium diacritics: σκοταῖος Low diacritics: σκοταίος Capitals: ΣΚΟΤΑΙΟΣ
Transliteration A: skotaîos Transliteration B: skotaios Transliteration C: skotaios Beta Code: skotai=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον D.S.3.48, Plu.Fab.7:—A in the dark, joined with a Verb, of persons, 1 before morning, ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῖν τὸ πεδίον X.An.4.1.5, cf. 10; ἔτι σ. παρῆλθεν Id.HG4.5.18; or, 2 after nightfall, ἤδη σ. ἀναγαγών Id.Cyr.7.1.45; σκοταῖοι προσιόντες Id.An.2.2.17: cf. κνεφαῖος. II of things, dark, χωρίον Hp.Mul.1.11; νύξ D.S.l.c.; ἐνέδραι in the dark, Plu. l.c.

German (Pape)

[Seite 905] finster, dunkel; σκοταῖος ἦλθε, er kam mit einbrechender Finsterniß, Xen. Cyr. 7, 1, 45 An. 2, 2, 17, wo Krüger zu vergleichen; Sp., wie Plut. Ages. 22.

Greek (Liddell-Scott)

σκοταῖος: -α, -ον, καὶ παρὰ Διοδ. καὶ Πλουτ. ος, ον· (σκότος)· - ὁ ἐν σκότει ὢν ἢ γινόμενος· συνάπτεται μετὰ ῥήματος, ἐπὶ προσώπων, 1) ὁ πρὸ τῆς πρωΐας, ἔτι ἐν τῷ σκότει τῆς νυκτός, ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῖν τὸ πεδίον Ξεν. Ἀν. 4. 1, 5, πρβλ. 10· ἔτι σκ. παρῆλθεν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 5, 18· ἢ, 2) ὁ μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς νυκτός, ὑπὸ τὸ σκότος τῆς νυκτός, ἤδη σκ. ἀναγαγὼν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 1, 45· σκοταῖοι προσιόντες ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 2. 2, 17· πρβλ. κνεφαῖος. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμαυρός, σκοτεινός, νὺξ Διόδ. 3. 48· ἐνέδραι Πλουτ. Φάβ. 7, Ἡσύχ. - Πρβλ. σκοτιαῖος.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 ténébreux, obscur;
2 avec un n. de pers. qui fait qch dans l’obscurité : σκοταῖος παρῆλθεν XÉN il arriva à la nuit.
Étymologie: σκότος.

Greek Monolingual

και σκοτιαῖος, -αία, -ον, θηλ. και -ος, Α
1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο σκοτάδι (α. «ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῖν τὸ πεδίον», Ξεν.
β. «ἐνέδρας δὲ δεδιὼς σκοταίους», Πλούτ.)
2. αυτός που γίνεται στη διάρκεια της νύχτας, πριν από το πρωί
3. αυτός που γίνεται μετά τη δύση του ηλίου και στην αρχή της νύχτας («ὁ Κῡρος ἤδη σκοταῖος ἀναγαγών», Ξεν.)
4. (για πράγματα) σκοτεινός, μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + κατάλ. -(ι)αῖος κατά το κνεφαῖος.

Greek Monotonic

σκοταῖος: -α, -ον και -ος, -ον (σκότος),
I. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στο σκοτάδι, δηλ. πριν την αυγή και μετά την εσπέρα, σκοτεινός, βυθισμένος στο σκοτάδι, σε Ξεν.
II. λέγεται για πράγματα, σκούρος, σκοτεινός, σκοτεινιασμένος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σκοταῖος: 3, реже
1) темный (νύξ Diod.): ἐνέδραι σκοταῖοι Plut. ночные засады;
2) (при глаголах движения) окутанный тьмой, т. е. в ночное время: σκοταίους διελθεῖν τὸ πεδίον Xen. пройти равнину под покровом ночи; σκοταῖοι προσίοντες Xen. прибывающие по наступлении ночи; σ. παρῆλθεν Xen. он прибыл ночью.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκοταῖος -ον en -ος -η -ον [σκότος] in het donker:; ἐνέδραι σ. hinderlagen in het donker Plut. Fab. 7.1; vaak pred.. παρὰ δὲ Μαντίνειαν ἔτι σκοταῖος παρῆλθεν nog in het donker passeerde hij Mantinea Xen. Hell. 4.5.18.

Middle Liddell

σκοταῖος, η, ον σκότος
I. in the dark, i.e. before daybreak or after nightfall, Xen.
II. of things, dark, obscure, Plut.