ζηλοτυπία: Difference between revisions
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ζηλοτῠπία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> зависть: ζ. πρός τινα [[ὑπέρ]] τινος Aeschin. зависть к кому-л. в чем-л.; ζ. κατὰ τὴν τέχνην Luc. завидование (чьему-л.) мастерству;<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. ревность: ζ. πρός τινα διά τινα Plut. ревность кого-л. к кому-л. | |elrutext='''ζηλοτῠπία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[зависть]]: ζ. πρός τινα [[ὑπέρ]] τινος Aeschin. зависть к кому-л. в чем-л.; ζ. κατὰ τὴν τέχνην Luc. завидование (чьему-л.) мастерству;<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. ревность: ζ. πρός τινα διά τινα Plut. ревность кого-л. к кому-л. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ζηλοτῠπία, ἡ,<br />[[jealousy]], [[rivalry]], Aeschin., Plut. [from ζηλότῠπος] | |mdlsjtxt=ζηλοτῠπία, ἡ,<br />[[jealousy]], [[rivalry]], Aeschin., Plut. [from ζηλότῠπος] | ||
}} | }} |
Revision as of 14:05, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A jealousy, rivalry, envy, Aeschin.3.81, Com.Adesp.16.20D.; ζ. καὶ φθόνος τῆς δόξης Plu.Per.10; ἡ κατὰ τὴν τέχνην ζ. Luc.Cal.2; ζ. πρός τινα Plu.2.276b; θυσία ζηλοτυπίας LXXNu.5.15: pl., Phld.Rh.2.139S.
German (Pape)
[Seite 1139] ἡ, Eifersucht, Neid, πρός τινα ὑπέρ τινος, Aesch. 3, 81; καὶ φθόνος Plut. Pericl. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλοτῠπία: ἡ, «ζήλια», φθόνος, Αἰσχίν. 65. 16· ζ. καὶ φθόνος Πλούτ. Περικλ. 10· κατὰ τὴν τέχνην ζ. Λουκ. Διαβολ. 2· ζ. πρός τινα Πλούτ. 2. 276B.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
jalousie.
Étymologie: ζηλότυπος.
Greek Monolingual
η (AM ζηλοτυπία) ζηλότυπος
1. ο φθόνος, η λύπη για την υπεροχή του άλλου
2. (για συζύγους ή εραστές) ανησυχία και καχυποψία για τη συζυγική ή ερωτική πίστη
αρχ.
ερεθισμός, οργή.
Greek Monotonic
ζηλοτῠπία: ἡ, ζήλια, φθόνος, αντιζηλία, σε Αισχίν., Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζηλοτυπία -ας, ἡ [ζηλοτυπέω] jaloezie:. διὰ ζηλοτυπίαν καὶ φθόνον τῆς δόξης vanwege jaloezie en afgunst om zijn reputatie Plut. Per. 10.7.
Russian (Dvoretsky)
ζηλοτῠπία: ἡ
1) зависть: ζ. πρός τινα ὑπέρ τινος Aeschin. зависть к кому-л. в чем-л.; ζ. κατὰ τὴν τέχνην Luc. завидование (чьему-л.) мастерству;
2) тж. pl. ревность: ζ. πρός τινα διά τινα Plut. ревность кого-л. к кому-л.
Middle Liddell
ζηλοτῠπία, ἡ,
jealousy, rivalry, Aeschin., Plut. [from ζηλότῠπος]