ξενισμός: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ξενισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> Plat., Plut. = [[ξένισις]];<br /><b class="num">2)</b> необычность, новизна Polyb., Diod. | |elrutext='''ξενισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> Plat., Plut. = [[ξένισις]];<br /><b class="num">2)</b> [[необычность]], [[новизна]] Polyb., Diod. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:38, 19 August 2022
English (LSJ)
ὁ, = ξένισις (entertainment of guests), Pl. Ly.205c, Luc.Salt.45, etc.; A τὸν ξ. ποιεῖν τῷ Ἡρακλεῖ SIG1106.61 (Cos, iv/iii B. C.); καλέσαι τινὰς ἐπὶ ξενισμόν BCH49.306 (Teos) : in plural, Plu.Demetr.12, etc. II strangeness, novelty, Plb.15.17.1, D.S.3.33. 2 injurious effect of change, ξενισμοὶ ὑδάτων Dsc.2.152 : but, generally, change, τῶν ξενισμοῦ καὶ μεταποιήσεως χρῃζόντων Antyll. ap. Orib.7.7.7; μέγας ὁ ξ. τοῦ σώματος Gal.17(2).28; ξενισμὸν ἐμποιεῖν Sor.1.116; ξ. στομάχου Ruf. ap. Orib.7.26.152.
German (Pape)
[Seite 277] ὁ, 1) = ξένισις, Plat. Lys. 205 c; Plut. Thes. 14 u. a. Sp. – 2) Neuheit, Ungewohntheit, Fremdartigkeit einer Sache, Pol. 15, 17, 1 D. L. 2, 94 u. a. Sp. Auch eine durch Ungewohntes hervorgebrachte, nachtheilige Veränderung, Hippiatr.
Greek (Liddell-Scott)
ξενισμός: ὁ, = ξένισις, Πλάτ. Λῦσ. 205C, Λουκ. π. Ὀρχ. 45· κτλ· ἐν τῷ πληθ., Πλουτ. Δημήτρ. 12, κτλ ΙΙ. τὸ παράδοξον πράγματός τινος, Πολύβ. 15. 17, 1, Διόδ. 3. 33. 2) ἐπιβλαβὴς ἐνέργεια πράγματός τινος προερχομένη ἐκ χρήσεως μὴ συνήθους, «βιβρωσκόμενον δὲ (τὸ σκόροδον δηλ.) καὶ πρὸς τοὺς ξενισμοὺς τῶν ὑδάτων ἁρμόζει» Διοσκ. 2. 182· ἴδε ξενίζω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ξένισις.
Greek Monolingual
ο (Α ξενισμός) ξενίζω
νεοελλ.
1. η χρησιμοποίηση ξενικών λέξεων και τύπων σύνταξης, αντί της αναζήτησης αντίστοιχων λέξεων και τύπων της ντόπιας γλώσσας (α. «ήλθε η μαντάμ» — ήλθε η κυρία
β. «έλαβε χώραν» — έγινε, συντελέστηκε, πραγματοποιήθηκε)
2. η μίμηση τών ξένων
αρχ.
1. η φιλοξενία
2. το παράδοξο, το ασυνήθιστο
3. επιβλαβής κατάσταση που προέρχεται από αλλαγή της συνηθισμένης χρήσης ενός πράγματος
4. επιζήμιο γεγονός
5. έκπληξη, κατάπληξη
6. διαφοροποίηση, μεταβολή.
Greek Monotonic
ξενισμός: ὁ, = ξένισις, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ξενισμός: ὁ
1) Plat., Plut. = ξένισις;
2) необычность, новизна Polyb., Diod.
Middle Liddell
ξενισμός, οῦ, ὁ, = ξένισις, Plat.]