εὔανδρος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔανδρος:'''<br /><b class="num">1)</b> изобилующий мужественными людьми ([[χώρα]] Pind.; γῆ Eur., Arph.; [[πόλις]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[делающий счастливым]], [[приносящий счастье]] (συμφοραί Aesch.).
|elrutext='''εὔανδρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[изобилующий мужественными людьми]] ([[χώρα]] Pind.; γῆ Eur., Arph.; [[πόλις]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[делающий счастливым]], [[приносящий счастье]] (συμφοραί Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-ανδρος, ον [[ἀνήρ]]<br /><b class="num">I.</b> abounding in [[good]] men, Tyrtae., Eur., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[prosperous]] to men, Aesch.
|mdlsjtxt=εὔ-ανδρος, ον [[ἀνήρ]]<br /><b class="num">I.</b> abounding in [[good]] men, Tyrtae., Eur., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[prosperous]] to men, Aesch.
}}
}}

Revision as of 19:10, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔανδρος Medium diacritics: εὔανδρος Low diacritics: εύανδρος Capitals: ΕΥΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: eúandros Transliteration B: euandros Transliteration C: eyandros Beta Code: eu)/andros

English (LSJ)

ον, (ἀνήρ) A abounding in good men and true, Σπάρτα Tyrt.15.1; χώρα, γᾶ, Pi.P.1.40, E.Tr.229 (lyr.), Ar.Nu.300 (lyr.), etc.; εὐανδροτάτη πόλις Plu.2.209e. II prosperous to men, συμφοραί A.Eu.1031.

German (Pape)

[Seite 1056] reich an guten, tapfern Männern, γῆ Κέκροπος Ar. Nuhb. 300; χώρα, μητρόπολις, Pind. P. 1, 40 N. 5, 9; Eur. Τr. 229. – Bei Aesch. εὔανδροι συμφοραί, Männer beglückend, Eum. 985.

Greek (Liddell-Scott)

εὔανδρος: -ον, (ἀνήρ) ἔχων ἀφθονίαν ἀγαθῶν καὶ γενναίων ἀνδρῶν, Τυρταῖος 12. 1, Πινδ. Π. 1. 77, Εὐρ. Τρῳ. 229, κτλ.· εὐανδροτάτη πόλις Πλούτ. 2. 209Ε. ΙΙ. εὐτυχίαν φέρων εἰς τοὺς ἀνθρώπους, συμφοραὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 1031.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en hommes beaux, forts, courageux;
2 qui rend les hommes heureux;
Sp. εὐανδρότατος.
Étymologie: εὖ, ἀνήρ.

English (Slater)

εὔανδρος, -ον
   1 of fine men ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν zeugma, make the land flourish with men (P. 1.40) (Αἴγινα) τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο (N. 5.9)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔανδρος, -ον)
(για έθνη ή χώρες ή πόλεις) αυτός που έχει πολλούς ενάρετους και γενναίους άνδρες («η εύανδρη Ήπειρος»)
αρχ.
αυτός που φέρνει ευτυχία στους ανθρώπους («ὅπως ἂν εὔφρων ἥδε ὁμιλία χθονὸς τὸ λοιπὸν εὐάνδροισιν συμφοραῑς πρέπῃ» — για να φανεί καλόγνωμη αυτή η συντροφιά και να δίνει στη γη μας άλκιμα ανθρώπινα βλαστάρια, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανδρος (< ανήρ), πρβλ. άνανδρος, φίλανδρος].

Greek Monotonic

εὔανδρος: -ον (ἀνήρ),
I. αυτός που είναι άφθονος σε γενναίους άνδρες, σε Τυρτ., Ευρ. κ.λπ.
II. αυτός που φέρνει ευτυχία, ευημερία στους ανθρώπους, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὔανδρος:
1) изобилующий мужественными людьми (χώρα Pind.; γῆ Eur., Arph.; πόλις Plut.);
2) делающий счастливым, приносящий счастье (συμφοραί Aesch.).

Middle Liddell

εὔ-ανδρος, ον ἀνήρ
I. abounding in good men, Tyrtae., Eur., etc.
II. prosperous to men, Aesch.