μελανία: Difference between revisions

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελᾰνία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[чернота]] Arst. etc.;<br /><b class="num">2)</b> черное облако Xen.;<br /><b class="num">3)</b> черное пятно Polyb.
|elrutext='''μελᾰνία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[чернота]] Arst. etc.;<br /><b class="num">2)</b> [[черное облако]] Xen.;<br /><b class="num">3)</b> [[черное пятно]] Polyb.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελᾰνία, ἡ, [[μέλας]]<br />[[blackness]]: a [[black]] [[cloud]], Xen.
|mdlsjtxt=μελᾰνία, ἡ, [[μέλας]]<br />[[blackness]]: a [[black]] [[cloud]], Xen.
}}
}}

Revision as of 19:20, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνία Medium diacritics: μελανία Low diacritics: μελανία Capitals: ΜΕΛΑΝΙΑ
Transliteration A: melanía Transliteration B: melania Transliteration C: melania Beta Code: melani/a

English (LSJ)

ἡ, (μέλας) A blackness, opp. λευκότης, Arist.Ph.264b8, Metaph.1020b10, Str. 12.8.18, etc.; μ. τῆς μορφῆς, of negroes, Agatharch. 16; μ. οὐλῶν Dsc. 1.34; μ. ἐκ τόκου Crito ap. Gal.12.447: in plural, Hierocl.p.35 A. II black cloud, X.An.1.8.8 in plural, black spots, Plb.1.81.7. 2 black pigment, Thphr.HP5.3.1.

German (Pape)

[Seite 119] ἡ, die Schwärze, Arist. categ. 5, 45 u. Sp. – Ein schwarzer Fleck, eine schwarze Wolke, Xen. An. 1, 8, 8, Pol. 1, 81, 7.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνία: ἡ, (μέλας) «μαυρίλα», ἀντίθετ. τῷ λευκότης, Ἀριστ. Φυσ. 8. 8, 29, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 14, 3, κ. ἀλλ. ΙΙ. μέλαν νέφος, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 8· ἐν τῷ πληθ., μέλανα στίγματα, Πολύβ. 1. 81. 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 noirceur;
2 pl. αἱ μελανίαι taches noires.
Étymologie: μέλας.

Greek Monolingual

και μελανία, η (ΑM μελανία)
μαύρο στίγμα από μελάνι, μαύρη κηλίδα
νεοελλ.
1. μελανότητα του δέρματος, ιδίως από πίεση ή χτύπημα, μελάνιασμα
2. (στον τ. μελανία) α) ο μελανιάς
β) ζωολ. γένος προσωβράγχιων γαστεροπόδων τών γλυκών νερών
μσν.-αρχ.
μαυρίλα, μελανότητα, σε αντιδιαστολή προς τη λευκότητα («διὰ τῶν λίθων τὴν ἀπὸ τῶν ἐκπυρώσεων μελανίαν», Στράβ.)
αρχ.
1. μαύρο νέφος
2. μαύρη βαφική ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μελανία (< μέλας, -ανος + κατάλ. -ία) με συνίζηση (πρβλ. καρδία - καρδιά, πονηρία - πονηριά)].

Greek Monotonic

μελᾰνία: ἡ (μέλας), σκοτεινιά, μαύρο σύννεφο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνία:
1) чернота Arst. etc.;
2) черное облако Xen.;
3) черное пятно Polyb.

Middle Liddell

μελᾰνία, ἡ, μέλας
blackness: a black cloud, Xen.