ξυρήκης: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ξῠρήκης:'''<br /><b class="num">1)</b> острый как бритва (λόγχαι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> наголо остриженный или обритый ([[κάρα]] Eur.). | |elrutext='''ξῠρήκης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[острый как бритва]] (λόγχαι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[наголо остриженный или обритый]] ([[κάρα]] Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:37, 19 August 2022
English (LSJ)
ες, (ἀκή¹) keen as a razor, X. Cyn. 10.3. Pass., close-shaven, κάρα E. Ph. [372], El. 335 ; κουρᾷ ξυρήκει with close tonsure, Id. Alc. 427. = ξυρήσιμος (fit for shaving), Ael. Dion. Fr. 265, cf. Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 282] ες, scharf wie ein Scheermesser, λόγχαι, Xen. Cyn. 10, 3; – kahl abgeschoren, κουρᾷ ξυρήκει καὶ μελαμπέπλῳ στολῇ, als Zeichen der Trauer, Eur. Alc. 429; κάρα ξυρῆκες, El. 335 Phoen. 375 (ξυρηκές f. acc.). – Nach Ael. Dion. bei Eust. auch = ξυρήσιμος.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠρήκης: -ες, (ἀκὴ) ὀξύς, κοπτερὸς ὡς ξυράφιον, Ξεν. Κυν. 10. 3. ΙΙ. Παθ., μέχρι δέρματος ἐξυρημένος, κάρα Εὐρ. Φοίν. 372, Ἠλ. 335· κουρᾷ ξυρήκει, διὰ κουρᾶς μέχρι δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 427. 2) κατ’ Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 939. 12, ξυρήκης· ὁ ξυρήσιμος καὶ κουριῶν, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
rasé, tondu avec un rasoir.
Étymologie: ξυρόν, ἀκή.
Greek Monolingual
ξυρήκης, -ες (Α)
1. οξύς, κοφτερός σαν ξυράφι («αἱ δὲ λόγχαι αὐτῶν εὐπλατεῑς καὶ ξυρήκεις», Πολυδ.)
2. (σε παθ. σημ.) ξυρισμένος μέχρι το δέρμα
3. ξυρήσιμος
4. φρ. «κουρά ξυρήκης» — κούρεμα σύρριζα, μέχρι το δέρμα, ως ένδειξη μεγάλου πένθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν + -ήκης (< ἄκος), πρβλ. νε-ήκης, αμφ-ήκης (βλ. και λ. ακ-)].
Greek Monotonic
ξῠρήκης: -ες (ἀκή)·
I. κοφτερός σαν ξυράφι, σε Ξεν.
II. Παθ., βαθιά ξυρισμένος, μέχρι το δέρμα, σε Ευρ.· κουρᾷ ξυρήκει, με πολύ κοντό κούρεμα, μέχρι το δέρμα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ξῠρήκης:
1) острый как бритва (λόγχαι Xen.);
2) наголо остриженный или обритый (κάρα Eur.).
Middle Liddell
ξῠρ-ήκης, ες [ἀκη]
I. keen as a rasor, Xen.
II. pass. close-shaven, Eur.; κουρᾷ ξυρήκει with close tonsure, Eur.