ἄκλαστος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4 $5") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄκλαστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[несломанный]] (κάμακες Anth.);<br /><b class="num">2)</b> геом. происходящий не по ломаной линии (ἡ [[κύκλῳ]] [[φορά]] Arst.). | |elrutext='''ἄκλαστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[несломанный]] (κάμακες Anth.);<br /><b class="num">2)</b> геом. [[происходящий не по ломаной линии]] (ἡ [[κύκλῳ]] [[φορά]] Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κλάω]]<br />[[unbroken]], Anth. | |mdlsjtxt=[[κλάω]]<br />[[unbroken]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A unbroken, Thphr.CP1.15.17, AP9.322 (Leon.), Phld.D.1.17: metaph., of motion, continuous in space, ἡ κύκλῳ φορὰ μήκει ἄ. Arist.Cael.288a25; unbent, of a vein, Gal.5.659.
German (Pape)
[Seite 73] unzerbrochen, Leon. Tar. 47 (IX, 322).
Greek (Liddell-Scott)
ἄκλαστος: -ον, ἄθραυστος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 15, 17, Ἀνθ. Π. 9. 322· μεταφ. ἐπὶ γραμμῆς μὴ διακοπτομένης, ἡ κύκλῳ φορὰ ἄκλ., Ἀριστ. Οὐρ. 2. 6, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non brisé ; fig., en parl. d’une ligne circulaire continue.
Étymologie: ἀ, κλάω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no podado (φυτά) Thphr.CP 1.15.1
•no roto de lanzas AP 9.322 (Leon.), κοῦφα BGU 2694.23 (VII d.C.).
2 inquebrantable κατ' εὐθείας ἀκλάστους Hero Def.106.2.
3 ininterrumpido, continuo ἡ κύκλῳ φορὰ ... τῷ μήκει ... ἄ. Arist.Cael.288a25
•carente de ramificaciones, recto de una vena, Gal.5.659.
II adv. -ως ininterrumpidamente, sin ruptura ἡ ἀκτίς ... δίεισι τὸ πάθος ἀ. Olymp.in Mete.222.32.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο κλάνω
1. αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει
2. αυτός που δεν τον φτάνει η κακοσμία της πορδής.
(II)
-η, -ο (Α ἄκλαστος, -ον) [κλῶ(-άω)]
αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί.
Greek Monotonic
ἄκλαστος: -ον (κλάω), άθραυστος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκλαστος:
1) несломанный (κάμακες Anth.);
2) геом. происходящий не по ломаной линии (ἡ κύκλῳ φορά Arst.).