φόριμος: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φόρῐμος:''' плодовитый, плодоносный ([[δένδρον]] Anth.). | |elrutext='''φόρῐμος:''' [[плодовитый]], [[плодоносный]] ([[δένδρον]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φόρῐμος, ον, [[φέρω]]<br />[[bearing]], [[fruitful]], Anth. | |mdlsjtxt=φόρῐμος, ον, [[φέρω]]<br />[[bearing]], [[fruitful]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A fruitful, of trees, AP9.414 (Gem.); of land, PTeb.5.97 (ii B. C., prob.), Cat.Cod.Astr.5(1).174; opp. ἄφορος, Sammelb. 4416.16 (ii A. D.): c. gen., ἀμπέλων φ. CPHerm.120riii 19; profitable, Hsch. II ἡ φορίμη, a kind of στυπτηρία, Dsc.Eup.1.49, Orib.Fr.99.
German (Pape)
[Seite 1300] 1) tragbar, fruchtbar, δένδρον Gemin. 8 (IX, 414), übh. zuträglich, nützlich. – 2) ἡ φορίμη, eine Art στυπτηρία, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
φόρῐμος: -ον, καρποφόρος, γόνιμος, δένδρον Ἀνθ. Π. 9. 414· «λυσιτελὴς» Ἡσύχ. ΙΙ. ἡ φορίμη, εἶδος στυπτηρίας, Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 52.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
1 fertile, fécond;
2 subst. ἡ φορίμη sorte de στυπτηρία, ou alun commun.
Étymologie: φορά.
Greek Monolingual
-ίμη, -ον, θηλ. και -ος, ΜΑ
το θηλ. ως ουσ. ἡ φορίμη
είδος στυπτηρίας
αρχ.
1. (για δέντρα και για τη γη) καρποφόρος, παραγωγικός
2. (κατά τον Ησύχ.) χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + κατάλ. -ιμος (πρβλ. γόν-ιμος)].
Greek Monotonic
φόρῐμος: -ον (φέρω), γόνιμος, καρποφόρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φόρῐμος: плодовитый, плодоносный (δένδρον Anth.).