παραδόσιμος: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paradosimos
|Transliteration C=paradosimos
|Beta Code=parado/simos
|Beta Code=parado/simos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[handed down]], [[transmitted]], [[hereditary]], [[δόξα]], [[φήμη]], <span class="bibl">Plb.6.54.2</span>, <span class="bibl">12.5.5</span>, etc.; <b class="b3">π. στήλη</b> [[commemorative]] tablet, <span class="bibl">Id.12.10.9</span>; <b class="b3">π. ἔχειν τι</b> [[handed down by tradition]], <span class="bibl">D.S.4.56</span>; [[παραδόσιμα]], [[τά]], <b class="b2">temple-property handed down</b>, IG7.303.8 (Orop.).</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[handed down]], [[transmitted]], [[hereditary]], [[δόξα]], [[φήμη]], <span class="bibl">Plb.6.54.2</span>, <span class="bibl">12.5.5</span>, etc.; <b class="b3">π. στήλη</b> [[commemorative]] tablet, <span class="bibl">Id.12.10.9</span>; <b class="b3">π. ἔχειν τι</b> [[handed down by tradition]], <span class="bibl">D.S.4.56</span>; [[παραδόσιμα]], [[τά]], [[temple-property handed down]], IG7.303.8 (Orop.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:25, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδόσῐμος Medium diacritics: παραδόσιμος Low diacritics: παραδόσιμος Capitals: ΠΑΡΑΔΟΣΙΜΟΣ
Transliteration A: paradósimos Transliteration B: paradosimos Transliteration C: paradosimos Beta Code: parado/simos

English (LSJ)

ον, A handed down, transmitted, hereditary, δόξα, φήμη, Plb.6.54.2, 12.5.5, etc.; π. στήλη commemorative tablet, Id.12.10.9; π. ἔχειν τι handed down by tradition, D.S.4.56; παραδόσιμα, τά, temple-property handed down, IG7.303.8 (Orop.).

German (Pape)

[Seite 477] was überliefert werden kann, τοῖς ἐπιγιγνομένοις, Pol. 6, 54, 2; überliefert, παραδόσιμον ἔχειν ἐκ παλαιῶν χρόνων τὴν τούτων τῶν θεῶν παρουσίαν, D. Sic. 4, 56, vgl. 5, 77; – der ausgeliefert wird, 16, 92; – στήλη, überliefernd, Denksäule, Pol. 12, 11, 9.

Greek (Liddell-Scott)

παραδόσῐμος: -ον, ὃν δύναταί τις ἢ πρέπει νὰ παραδώσῃ, ὁ μεταδιδόμενος, κληρονομικός, δόξα, φήμη Πολύβ. 6. 54, 2, κτλ.· π. στήλη, ἀναμνηστικὴ στ., μνημεῖον, ὁ αὐτ. 12. 11, 9· π. ἔχειν τι, διὰ παραδόσεως μεταδοθέν, κατὰ παράδοσιν, Διόδ. 4. 56· - παραδόσιμα, κατάλογοι ἀπογραφῆς, (ἴδε παραδίδωμι Ι. 1), Συλλ. Ἐπιγραφ. 1570a. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui passe de main en main, qui se transmet par succession, héréditaire;
2 qui transmet un souvenir, commémoratif.
Étymologie: παραδίδωμι.

Greek Monolingual

-η, -ο / παραδόσιμος, -ον, ΝΑ παράδοσις
αυτός τον οποίο μπορεί ή πρέπει να παραδώσει κάποιοςπαραδόσιμος φήμη», Πολ.)
αρχ.
1. πατροπαράδοτος
2. αναμνηστικόςπαραδόσιμος στήλη», Πολ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραδόσιμα
οι κατάλογοι της απογραφής της περιουσίας.

Greek Monotonic

παραδόσῐμος: -ον, αυτός που μπορεί να παραδοθεί, κληρονομικός, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

παραδόσῐμος:
1) передаваемый из рода в род, переходящий по наследству (φήμη, δόξα Polyb.): παραδόσιμον ἔχειν τι ἐκ παλαιῶν χρόνων Diod. унаследовать что-л. с древнейших времен;
2) увековечивающий, памятный (στήλη Polyb.).

Middle Liddell

παραδόσῐμος, ον,
handed down, hereditary, Polyb.