αὐθάδεια: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. αὐθαδία A.<i>Pr</i>.436, 1034, S.<i>OT</i> 549, <i>Ant</i>.1028, E.<i>Med</i>.621, 1028, Ar.<i>Th</i>.704, tb. tard. <i>BGU</i> 1187.21 (I a.C.), <i>PGen</i>.31.9 (II d.C.), <i>POxy</i>.2672.14 (III d.C.), <i>PCair.Isidor</i>.74.11 (IV d.C.)<br />[[autocomplacencia]], [[arrogancia]], [[obstinación]], [[orgullo]] μή τοι χλιδῇ δοκεῖτε μηδ' αὐθαδίᾳ σιγᾶν με A.<i>Pr</i>.436, op. εὐβουλία A.<i>Pr</i>.1034, 1037, εἴ τοι νομίζεις κτῆμα τὴν αὐθαδίαν εἶναι τοῦ νοῦ χωρίς S.<i>OT</i> 549, αὐθαδιᾳ τοι σκαιότητι τ' ὀφλισκάνει S.<i>Ant</i>.1028, αὐθαδίᾳ φίλους ἀπωθεῖ E.<i>Med</i>.621, ὦ δυστάλαινα τῆς ἐμῆς αὐθαδίας E.<i>Med</i>.1028, οἷον ὑμῶν ἐξαράξω τὴν [[ἄγαν]] αὐθαδίαν Ar.<i>Th</i>.704, ἡ δ' αὐ. καὶ [[δυσκολία]] ψέγεται Pl.<i>R</i>.590a, ἡ δ' αὐ. ἐρημίᾳ σύνοικος Pl.<i>Ep</i>.321b, βαρέως [[αὐτοῦ]] τὴν αὐθάδειαν ὑπέφερον Plb.16.22.1, τὴν αὐθάδειαν καὶ τὴν ἀπέχθειαν τῶν Ἀχαιῶν Plb.<i>Fr</i>.38.9.6, de los iberos, Str.3.4.5, ἐπιμένοντας τῇ αὐθαδείᾳ <i>IG</i> 7.2725.27 (Acrefía II a.C.), ὑπεροψίαν τὴν σεμνότητα καὶ τὴν παρρησίαν αὐθάδειαν ἀποκαλοῦντες Plu.<i>Dio</i> 8, πέπαυται [[αὐθάδεια]] καὶ πλοῦτος ἀσεβῶν [[LXX]] <i>Is</i>.24.8, σὺν αὐθαδείᾳ καὶ καταγνώσει I.<i>AI</i> 15.101, cf. 12.29, <i>BI</i> 4.94, τῆς αὐθαδείας δοῦναι τιμωρίαν Ach.Tat.8.8.12, αὐθαδείᾳ πλείονι πρὸς πάντας ἐχρῆτο D.C.<i>Fr</i>.85.1, τὸ δὲ αὐθαδείας τεκμήριον Clem.Al.<i>Paed</i>.2.7.58, μεγαλοφροσύνη πάσης αὐθαδείας καθαρεύουσα Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.681C<br /><b class="num">•</b>definido por Aristóteles como extremo de una oposición con la [[ἀρέσκεια]] cuyo término medio es la σεμνότης: σεμνότης δὲ μεσότης αὐθαδείας καὶ ἀρεσκείας Arist.<i>EE</i> 1233<sup>b</sup>34, cf. 1221<sup>a</sup>8, <i>MM</i> 1192<sup>b</sup>30<br /><b class="num">•</b>[[antipatía]], [[grosería]] uno de los caracteres descritos por Teofrasto, Thphr.<i>Char</i>.15.1<br /><b class="num">•</b>[[insolencia]], [[osadía]] c. idea de agresividad βίᾳ καὶ αὐθαδίᾳ [συ] νχρησάμενοι <i>BGU</i> [[l.c.]], cf. <i>PGen</i>.l.c., <i>POxy</i>.l.c., <i>PCair.Isidor</i>.l.c.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. αὐθαδία A.<i>Pr</i>.436, 1034, S.<i>OT</i> 549, <i>Ant</i>.1028, E.<i>Med</i>.621, 1028, Ar.<i>Th</i>.704, tb. tard. <i>BGU</i> 1187.21 (I a.C.), <i>PGen</i>.31.9 (II d.C.), <i>POxy</i>.2672.14 (III d.C.), <i>PCair.Isidor</i>.74.11 (IV d.C.)<br />[[autocomplacencia]], [[arrogancia]], [[obstinación]], [[orgullo]] μή τοι χλιδῇ δοκεῖτε μηδ' αὐθαδίᾳ σιγᾶν με A.<i>Pr</i>.436, op. [[εὐβουλία]] A.<i>Pr</i>.1034, 1037, εἴ τοι νομίζεις κτῆμα τὴν αὐθαδίαν εἶναι τοῦ νοῦ χωρίς S.<i>OT</i> 549, αὐθαδιᾳ τοι σκαιότητι τ' ὀφλισκάνει S.<i>Ant</i>.1028, αὐθαδίᾳ φίλους ἀπωθεῖ E.<i>Med</i>.621, ὦ δυστάλαινα τῆς ἐμῆς αὐθαδίας E.<i>Med</i>.1028, οἷον ὑμῶν ἐξαράξω τὴν [[ἄγαν]] αὐθαδίαν Ar.<i>Th</i>.704, ἡ δ' αὐ. καὶ [[δυσκολία]] ψέγεται Pl.<i>R</i>.590a, ἡ δ' αὐ. ἐρημίᾳ σύνοικος Pl.<i>Ep</i>.321b, βαρέως [[αὐτοῦ]] τὴν αὐθάδειαν ὑπέφερον Plb.16.22.1, τὴν αὐθάδειαν καὶ τὴν ἀπέχθειαν τῶν Ἀχαιῶν Plb.<i>Fr</i>.38.9.6, de los iberos, Str.3.4.5, ἐπιμένοντας τῇ αὐθαδείᾳ <i>IG</i> 7.2725.27 (Acrefía II a.C.), ὑπεροψίαν τὴν σεμνότητα καὶ τὴν παρρησίαν αὐθάδειαν ἀποκαλοῦντες Plu.<i>Dio</i> 8, πέπαυται [[αὐθάδεια]] καὶ πλοῦτος ἀσεβῶν [[LXX]] <i>Is</i>.24.8, σὺν αὐθαδείᾳ καὶ καταγνώσει I.<i>AI</i> 15.101, cf. 12.29, <i>BI</i> 4.94, τῆς αὐθαδείας δοῦναι τιμωρίαν Ach.Tat.8.8.12, αὐθαδείᾳ πλείονι πρὸς πάντας ἐχρῆτο D.C.<i>Fr</i>.85.1, τὸ δὲ αὐθαδείας τεκμήριον Clem.Al.<i>Paed</i>.2.7.58, μεγαλοφροσύνη πάσης αὐθαδείας καθαρεύουσα Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.681C<br /><b class="num">•</b>definido por Aristóteles como extremo de una oposición con la [[ἀρέσκεια]] cuyo término medio es la σεμνότης: σεμνότης δὲ μεσότης αὐθαδείας καὶ ἀρεσκείας Arist.<i>EE</i> 1233<sup>b</sup>34, cf. 1221<sup>a</sup>8, <i>MM</i> 1192<sup>b</sup>30<br /><b class="num">•</b>[[antipatía]], [[grosería]] uno de los caracteres descritos por Teofrasto, Thphr.<i>Char</i>.15.1<br /><b class="num">•</b>[[insolencia]], [[osadía]] c. idea de agresividad βίᾳ καὶ αὐθαδίᾳ [συ] νχρησάμενοι <i>BGU</i> [[l.c.]], cf. <i>PGen</i>.l.c., <i>POxy</i>.l.c., <i>PCair.Isidor</i>.l.c.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:45, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθάδεια Medium diacritics: αὐθάδεια Low diacritics: αυθάδεια Capitals: ΑΥΘΑΔΕΙΑ
Transliteration A: authádeia Transliteration B: authadeia Transliteration C: afthadeia Beta Code: au)qa/deia

English (LSJ)

[θᾱ], poet. and later Prose (SIG1243.27) αὐθαδία, ἡ, wilfulness, stubbornness, A.Pr.79, S.OT549, Ar.Th.704, Pl.R.590a, BGU 1187.21 (i B. C.), IG7.2725.27 (Acraephia, ii A. D.), etc.; opp. εὐβουλία, A.Pr.1034; surliness, Thphr.Char.15.1; mean between ἀρέσκεια and σεμνότης, Arist.EE1221a8; αὐθαδίαν αὐθαδίᾳ [ἐξελαύνειν] Antiph.300.4; ἡ αὐθάδεια τῶν συνθηκῶν ὅτι οὐ μετὰ κοινῆς γνώμης αὐτὰς ἔπραξεν D.H.9.17.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθάδεια: ποιητ. -ία, ἡ, αὐθαιρεσία, ἐπιμονή, ἰσχυρογνωμοσύνη, προπέτεια, ἀπειθαρχία, ἀπότομος τρόπος, τὸ δυσήνιον, ἀλαζονεία, τὴν δ’ ἐμὴν αὐθαδίαν ὀργῆς τε τραχύτητα μὴ ᾿πίπλησσέ μοι Αἰσχύλ. Πρ. 79, Σοφ. Ο.Τ. 549, Ἀριστοφ. Θεσμ. 704, κτλ. (ἐν τῷ ποιητ. τύπ.), Πλάτ. Πολ. 590Α, κτλ. (κατὰ τὸν κοινὸν τύπον)· ἀντίθ. τῷ εὐβουλία. Αἰσχύλ. Πρ. 1034, 1036· τῷ ἀρέσκεια, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 7· αὐθαδίαν αὐθάδίᾳ [ἐξελεύνειν] Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 13· ἡ αὐθ. τῶν συνθηκῶν Διον. Ἁλ. 9. 17.

French (Bailly abrégé)

poét. αὐθαδία;
ας (ἡ) :
confiance présomptueuse, suffisance, infatuation, arrogance.
Étymologie: αὐθάδης.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): poét. αὐθαδία A.Pr.436, 1034, S.OT 549, Ant.1028, E.Med.621, 1028, Ar.Th.704, tb. tard. BGU 1187.21 (I a.C.), PGen.31.9 (II d.C.), POxy.2672.14 (III d.C.), PCair.Isidor.74.11 (IV d.C.)
autocomplacencia, arrogancia, obstinación, orgullo μή τοι χλιδῇ δοκεῖτε μηδ' αὐθαδίᾳ σιγᾶν με A.Pr.436, op. εὐβουλία A.Pr.1034, 1037, εἴ τοι νομίζεις κτῆμα τὴν αὐθαδίαν εἶναι τοῦ νοῦ χωρίς S.OT 549, αὐθαδιᾳ τοι σκαιότητι τ' ὀφλισκάνει S.Ant.1028, αὐθαδίᾳ φίλους ἀπωθεῖ E.Med.621, ὦ δυστάλαινα τῆς ἐμῆς αὐθαδίας E.Med.1028, οἷον ὑμῶν ἐξαράξω τὴν ἄγαν αὐθαδίαν Ar.Th.704, ἡ δ' αὐ. καὶ δυσκολία ψέγεται Pl.R.590a, ἡ δ' αὐ. ἐρημίᾳ σύνοικος Pl.Ep.321b, βαρέως αὐτοῦ τὴν αὐθάδειαν ὑπέφερον Plb.16.22.1, τὴν αὐθάδειαν καὶ τὴν ἀπέχθειαν τῶν Ἀχαιῶν Plb.Fr.38.9.6, de los iberos, Str.3.4.5, ἐπιμένοντας τῇ αὐθαδείᾳ IG 7.2725.27 (Acrefía II a.C.), ὑπεροψίαν τὴν σεμνότητα καὶ τὴν παρρησίαν αὐθάδειαν ἀποκαλοῦντες Plu.Dio 8, πέπαυται αὐθάδεια καὶ πλοῦτος ἀσεβῶν LXX Is.24.8, σὺν αὐθαδείᾳ καὶ καταγνώσει I.AI 15.101, cf. 12.29, BI 4.94, τῆς αὐθαδείας δοῦναι τιμωρίαν Ach.Tat.8.8.12, αὐθαδείᾳ πλείονι πρὸς πάντας ἐχρῆτο D.C.Fr.85.1, τὸ δὲ αὐθαδείας τεκμήριον Clem.Al.Paed.2.7.58, μεγαλοφροσύνη πάσης αὐθαδείας καθαρεύουσα Isid.Pel.Ep.M.78.681C
definido por Aristóteles como extremo de una oposición con la ἀρέσκεια cuyo término medio es la σεμνότης: σεμνότης δὲ μεσότης αὐθαδείας καὶ ἀρεσκείας Arist.EE 1233b34, cf. 1221a8, MM 1192b30
antipatía, grosería uno de los caracteres descritos por Teofrasto, Thphr.Char.15.1
insolencia, osadía c. idea de agresividad βίᾳ καὶ αὐθαδίᾳ [συ] νχρησάμενοι BGU l.c., cf. PGen.l.c., POxy.l.c., PCair.Isidor.l.c.

Greek Monolingual

η (AM αὐθάδεια) αυθάδης
θράσος
αρχ.
1. ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα
2. σκληρότητα ή τραχύτητα χαρακτήρα
3. (για έργα τέχνης) εκφραστική ακαμψία, τραχύτητα
4. αλαζονεία.

Greek Monotonic

αὐθάδεια: ποιητ. -ία, ἡ, αυθαιρεσία, επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη, απειθαρχία, αλαζονεία, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

αὐθάδεια: поэт. αὐθᾱδία ἡ самоуверенность, самонадеянность, самомнение, самодовольство или своенравие Trag., Arph., Plat., Arst., Polyb., Plut.

Middle Liddell

[From αὐθάδης
self-will, wilfulness, stubbornness, contumacy, presumption, Aesch., etc.

English (Woodhouse)

obstinacy, self-will, stubbornness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)