θυρόω: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> garnir de portes (pour clore);<br /><b>2</b> pourvoir de portes de sortie, d’issues.<br />'''Étymologie:''' [[θύρα]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> garnir de portes (pour clore);<br /><b>2</b> pourvoir de portes de sortie, d'issues.<br />'''Étymologie:''' [[θύρα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:40, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠρόω Medium diacritics: θυρόω Low diacritics: θυρόω Capitals: ΘΥΡΟΩ
Transliteration A: thyróō Transliteration B: thyroō Transliteration C: thyroo Beta Code: quro/w

English (LSJ)

(θύρα) A furnish with doors, ἱερόν IG12.24.7; πρόπυλον ib.22.1046.16; νεὼς… θυρῶσαι χρυσαῖσι θύραις Ar.Av.614 (anap.): metaph., βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν X.Mem.1.4.6:—Pass., στεγόμενα καὶ τεθυρωμένα roofed and furnished with doors, Tab.Heracl.1.142, cf. IG 11(2).287 A 172 (Delos, iii B.C.), PAmh.2.51.14, 24(i B.C.); furnished with apertures, πίναξ JHS41.195 (Delos, ii B.C.); πολλαῖς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι to be furnished with many outlets, Luc.Hipp.8.

German (Pape)

[Seite 1227] mit einer Thür versehen, verschließen; θυρῶσαι χρυσαῖσι θύραις Ar. Av. 613; βλεφάροις τὴν ὄψιν Xen. Mem. 1, 4, 6; τοῖχον Plut. Artax. 29; πολλαῖς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι Luc. baln. 8; – θυρωτός Bahr. 59, 11.

Greek (Liddell-Scott)

θῠρόω: (θύρα) θέτω θύραν, κλείω διὰ θύρας, κλείω καλῶς ὡς διὰ θύρας, νεὼς... θυρῶσαι χρυσαῖσι θύραις Ἀριστοφ. Ὄρν. 613· μεταφ., βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6. - Παθ., στεγόμενα... καὶ τεθυρωμένα, ἔχοντα στέγην καὶ θύρας, Πίνακ. Ἡρακλεωτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιφρ. 5774. 142· πολλαῖς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι Λουκ. Ἱππίας ἢ Βαλανεῖον 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 garnir de portes (pour clore);
2 pourvoir de portes de sortie, d'issues.
Étymologie: θύρα.

Greek Monotonic

θῠρόω: (θύρα), μέλ. -ώσω, επιπλώνω, εξοπλίζω το σπίτι με πόρτες, στεγανώνω, ασφαλίζω, σε Αριστοφ.· μεταφ., κλείνω όπως κάνω με πόρτα, βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θῠρόω:
1) (тж. θ. θύραις Arph.) приделывать двери, снабжать дверьми (νεώς Arph.; τοῖχον Plut.): ἐξόδοις πολλαῖς τεθυρωμένος Luc. имеющий много выходных дверей;
2) закрывать (βλεφάροις τὴν ὄψιν Xen.).

Middle Liddell

θῠρόω, fut. -ώσω θύρα
to furnish with doors, shut close, Ar.: metaph. to close as with a door, βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν Xen.