στυλίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> petit bâton, baguette;<br /><b>2</b> pied vertical, support en forme de colonnette;<br /><b>2</b> partie d’un instrument de chirurgie.<br />'''Étymologie:''' [[στῦλος]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> petit bâton, baguette;<br /><b>2</b> pied vertical, support en forme de colonnette;<br /><b>2</b> partie d'un instrument de chirurgie.<br />'''Étymologie:''' [[στῦλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:35, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῡλίσκος Medium diacritics: στυλίσκος Low diacritics: στυλίσκος Capitals: ΣΤΥΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: stylískos Transliteration B: styliskos Transliteration C: styliskos Beta Code: stuli/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of στῦλος, A peg, Hp.Mochl. 38, Str.3.4.17, Orib.49.4.69. II = στυλίς ΙΙ, Eust.1039.38. III small stanchion, Hero Bel.88.1; also, small pillar on which to mount an astronomical instrument, Procl.Hyp.3.19: dub. sens. in IG11 (2).161 B101 (Delos, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 958] ὁ, dim. von στῦλος, Strab. 3, 4, 17.

Greek (Liddell-Scott)

στῡλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ στῦλος, βακτηρίαῥάβδος, Ἱππ. Μοχλ. 865, Στράβ. 164. 2) μέρος χειρουργικοῦ ἐργαλείου, Ὀρειβάσ. 128 Mai. ΙΙ. = στυλὶς ΙΙ, Εὐστ. 1039. 38.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 petit bâton, baguette;
2 pied vertical, support en forme de colonnette;
2 partie d'un instrument de chirurgie.
Étymologie: στῦλος.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
υποκορ. μικρός στύλος, κιονίσκος
νεοελλ.
ζωολ. σπειροειδής μικρή στήλη, που αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο ελίσσεται το όστρακο τών γαστερόποδων μαλακίων
μσν.
ιστός με πανί που βρίσκεται στην πρύμνη
αρχ.
1. βακτηρία, ράβδος
2. τμήμα χειρουργικού εργαλείου
3. μικρός στύλος όπου τοποθετούσαν αστρονομικά όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].

Greek Monotonic

στῡλίσκος: ὁ, υποκορ. του στῦλος, ραβδί ή μπαστούνι, βέργα, σε Στράβ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυλίσκος -ου, ὁ, demin. van στῦλος, stokje.

Middle Liddell

στῡλίσκος, ὁ, [Dim. of στῦλος
a staff or rod, Strab.