περιφραδής: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perifradis | |Transliteration C=perifradis | ||
|Beta Code=perifradh/s | |Beta Code=perifradh/s | ||
|Definition=ές, (φράζομαι) | |Definition=ές, (φράζομαι) [[very thoughtful]], [[very skilful]], h.Merc. 464, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>348</span> (lyr.). Adv. -δέως Hom., always in phrase <b class="b3">ὤπτησάν τε π</b>., <span class="bibl">Il.1.466</span>, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:05, 23 August 2022
English (LSJ)
ές, (φράζομαι) very thoughtful, very skilful, h.Merc. 464, S.Ant.348 (lyr.). Adv. -δέως Hom., always in phrase ὤπτησάν τε π., Il.1.466, al.
German (Pape)
[Seite 599] ές, sehr bedachtsam, verständig; H. h. Merc. 464; v.l. Od. 23, 73; sp. D., wie Qu. Sm. 5, 343; – häufiger im adv. περι φραδέως, Il. 1, 466. 7, 318 u. sonst bei ὤπτησαν; auch vom Weinmischen, Antimach. bei Ath. XI, 468 a.
Greek (Liddell-Scott)
περιφρᾰδής: -ές, (φράζομαι) λίαν περιεσκεμμένος, λίαν ἐπιμελής, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 464, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Ψ. 73, Σοφ. Ἀντ. 348. Ἐπίρρ. -δέως, Ὅμ., ἀείποτε ἐν τῇ φράσει ὤπτησάν τε περιφραδέως, «πάνυ ἐμπείρως, καὶ ἐντέχνως» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 466, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιφραδέως˙ περιπεφρασμένως, ἐμπείρως».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très habile, prudent.
Étymologie: περί, φράζω.
Greek Monolingual
-ές, Α
πολύ συνετός, βαθυστόχαστος.
επίρρ...
περιφραδέως
με πολλή σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -φραδής (< φράδος < φράζω), πρβλ. πολυφραδής.
Greek Monotonic
περιφρᾰδής: -ές (φράζομαι), σκεπτικός, πολύ προσεκτικός, σε Ομηρ. Ύμν.· επίρρ. -δέως, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
περιφρᾰδής: весьма осмотрительный, разумный Hom., HH, Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιφραδής -ές [περιφράζω] zeer schrander; adv. περιφραδέως zorgvuldig.
Middle Liddell
περι-φρᾰδής, ές [φράζομαι]
very thoughtful, very careful, Hhymn., Soph. adv. -δέως, Hom.