Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεπτεπίλεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leptepileptos
|Transliteration C=leptepileptos
|Beta Code=leptepi/leptos
|Beta Code=leptepi/leptos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[thin-upon-thin]], i.e. [[as thin as thin can be]], in Comp., <span class="title">AP</span>11.110 (Nicarch.); cf. [[παππεπίπαππος]], [[φαυλεπίφαυλος]].</span>
|Definition=ον, [[thin-upon-thin]], i.e. [[as thin as thin can be]], in Comp., <span class="title">AP</span>11.110 (Nicarch.); cf. [[παππεπίπαππος]], [[φαυλεπίφαυλος]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 02:55, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτεπίλεπτος Medium diacritics: λεπτεπίλεπτος Low diacritics: λεπτεπίλεπτος Capitals: ΛΕΠΤΕΠΙΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: leptepíleptos Transliteration B: leptepileptos Transliteration C: leptepileptos Beta Code: leptepi/leptos

English (LSJ)

ον, thin-upon-thin, i.e. as thin as thin can be, in Comp., AP11.110 (Nicarch.); cf. παππεπίπαππος, φαυλεπίφαυλος.

German (Pape)

[Seite 30] dünn über dünn, übermäßig dünn, im compar., Nicarch. 16 (XI, 110). Vgl. φαυλεπίφαυλος, Auch a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτεπίλεπτος: -ον, λίαν λεπτός, ὅσον εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ λεπτός, ἐν τῷ συγκρ., Ἀνθ. Π. 11. 110· πρβλ. κυβεπίκυβοι, παππεπίπαππος, φαυλεπίφαυλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très mince, très délicat.
Étymologie: λεπτός, ἐπί, λεπτός.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λεπτεπίλεπτος, -ον)
υπερβολικά λεπτός, ισχνός, λεπτότατος
νεοελλ.
1. πολύ ευαίσθητος, ασκληραγώγητος, λεπτοφυής, ευπρόσβλητος σε ασθένειες
2. εξεζητημένος στους τρόπους, στην περιβολή και στην εμφάνιση ή σχολαστικός τηρητής της εθιμοτυπίας
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λεπτεπίλεπτον
ως αστρολογικός όρος για τις υποδιαιρέσεις της σφαίρας και τών απλανών αστέρων) η ελάχιστη υποδιαίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + ἐπί + λεπτός, επαναληπτικό σύνθετο (πρβλ. κυβ-επί-κυβος, φαυλ-επί-φαυλος)].

Greek Monotonic

λεπτεπίλεπτος: -ον, πάρα πολύ λεπτός, δηλ. τόσο λεπτός όσο γίνεται, εύθραυστος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λεπτεπίλεπτος: тончайший из тонких, самый тонкий Anth.

Middle Liddell

λεπτ-επί-λεπτος, ον
thin-upon-thin, i. e. thin as thin can be, Anth.