πάμπρωτος: Difference between revisions
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[πάμπρωτος]] | |sltr=[[πάμπρωτος]] [[first]] “[[ἐπεὶ]] πάμπρωτον [[εἶδον]] [[φέγγος]]” (P. 4.111) “[[θηρός]], ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean [[lion]] (I. 6.48) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:06, 3 September 2022
English (LSJ)
η, ον, the very first, first of all, Il.7.324, 9.93: neut. πάμπρωτον as adverb, Od.4.577; ἐπεὶ π. εἶδον φέγγος Pi.P.4.111: also in plural -πρωτα, Il.4.97, 17.568: Sup. παμπρώτιστα A.R.4.1693.
German (Pape)
[Seite 454] der allererste, Il. 9, 93, u. adv. πάμπρωτον, zu allererst, Od. 4, 577. 10, 403; ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος, Pind. P. 4, 111; I. 5, 46; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1257. 3, 1203, u. in späterer Prosa, wie Nic. Harmon.
Greek (Liddell-Scott)
πάμπρωτος: -η, -ον, ὁ πρώτιστος πάντων, Ἰλ. Ι. 93, Πινδ. Π. 4. 196, κτλ.· ὡσαύτως τὸ οὐδέτ. πάμπρωτον καὶ -τα ὡς ἐπίρρ., Ὀδ. Δ. 577., Κ. 403, Ἰλ. Ρ. 568, κτλ.· - ὑπερθ παμπρώτιστα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1693.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est tout à fait le premier ou premier de tous;
adv. • πάμπρωτον OD, • πάμπρωτα IL par-dessus tout, avant tout.
Étymologie: πᾶν, πρῶτος.
English (Autenrieth)
very first, first of all; adv., πάμπρωτον (Od.), πάμπρωτα (Il.)
English (Slater)
πάμπρωτος first “ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος” (P. 4.111) “θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean lion (I. 6.48)
Greek Monolingual
πάμπρωτος, -ώτη, -ον (Α)
1. πρώτος από όλους, ολόπρωτος, πρώτιστος («πάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Νέστωρ», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) πάμπρωτον και πάμπρωτα και παμπρώτιστα
πρωτίστως, πρώτα - πρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πρῶτος].
Greek Monotonic
πάμπρωτος: -η, -ον, πρώτος απ' όλους, πραγματικά πρώτος, σε Ομήρ. Ιλ.· σε ουδ., πάμπρωτον και -τα ως επίρρ., σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάμπρωτος -η -ον [πᾶς, πρῶτος] allereerst; n. adv. πάμπρωτον en πάμπρωτα het eerst:. ὅττι... οἱ πάμπρωτα θεῶν ἠρήσατο πάντων omdat hij haar het allereerst van alle goden had aangeroepen Il. 17.568.
Russian (Dvoretsky)
πάμπρωτος: первый из всех, раньше всех Hom., Pind.
Middle Liddell
πάμ-πρωτος, η, ον
first of all, the very first, Il.: in neut. πάμπρωτον and -τα as adv., Hom.