πάμπρωτος

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμπρωτος Medium diacritics: πάμπρωτος Low diacritics: πάμπρωτος Capitals: ΠΑΜΠΡΩΤΟΣ
Transliteration A: pámprōtos Transliteration B: pamprōtos Transliteration C: pamprotos Beta Code: pa/mprwtos

English (LSJ)

η, ον, the very first, first of all, Il.7.324, 9.93: neut. πάμπρωτον as adverb, Od.4.577; ἐπεὶ π. εἶδον φέγγος Pi.P.4.111: also in plural πάμπρωτα, Il.4.97, 17.568: Sup. παμπρώτιστα A.R.4.1693.

German (Pape)

[Seite 454] der allererste, Il. 9, 93, u. adv. πάμπρωτον, zu allererst, Od. 4, 577. 10, 403; ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος, Pind. P. 4, 111; I. 5, 46; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1257. 3, 1203, u. in späterer Prosa, wie Nic. Harmon.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est tout à fait le premier ou premier de tous;
adv. • πάμπρωτον OD, • πάμπρωτα IL par-dessus tout, avant tout.
Étymologie: πᾶν, πρῶτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμπρωτος -η -ον [πᾶς, πρῶτος] allereerst; n. adv. πάμπρωτον en πάμπρωτα het eerst:. ὅττι... οἱ πάμπρωτα θεῶν ἠρήσατο πάντων omdat hij haar het allereerst van alle goden had aangeroepen Il. 17.568.

Russian (Dvoretsky)

πάμπρωτος: первый из всех, раньше всех Hom., Pind.

Greek (Liddell-Scott)

πάμπρωτος: -η, -ον, ὁ πρώτιστος πάντων, Ἰλ. Ι. 93, Πινδ. Π. 4. 196, κτλ.· ὡσαύτως τὸ οὐδέτ. πάμπρωτον καὶ -τα ὡς ἐπίρρ., Ὀδ. Δ. 577., Κ. 403, Ἰλ. Ρ. 568, κτλ.· - ὑπερθ παμπρώτιστα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1693.

English (Autenrieth)

very first, first of all; adv., πάμπρωτον (Od.), πάμπρωτα (Il.)

English (Slater)

πάμπρωτος firstἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος” (P. 4.111) “θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean lion (I. 6.48)

Greek Monolingual

πάμπρωτος, -ώτη, -ον (Α)
1. πρώτος από όλους, ολόπρωτος, πρώτιστοςπάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Νέστωρ», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) πάμπρωτον και πάμπρωτα και παμπρώτιστα
πρωτίστως, πρώτα - πρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πρῶτος].

Greek Monotonic

πάμπρωτος: -η, -ον, πρώτος απ' όλους, πραγματικά πρώτος, σε Ομήρ. Ιλ.· σε ουδ., πάμπρωτον και -τα ως επίρρ., σε Όμηρ.

Middle Liddell

πάμ-πρωτος, η, ον
first of all, the very first, Il.: in neut. πάμπρωτον and -τα as adv., Hom.