εἴκελος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ei)/kelos
|Beta Code=ei)/kelos
|Definition=η, ον, ([[εἰκός]]) [[like]], τινί Il.22.134; [[χελιδόνι]] εἰκέλη αὐδήν Od.21.411, cf. Hdt.8.8 ([[varia lectio|v.l.]] for [[ἴκελος]]), S.Fr.574.4, Plu.2.410e.
|Definition=η, ον, ([[εἰκός]]) [[like]], τινί Il.22.134; [[χελιδόνι]] εἰκέλη αὐδήν Od.21.411, cf. Hdt.8.8 ([[varia lectio|v.l.]] for [[ἴκελος]]), S.Fr.574.4, Plu.2.410e.
}}
{{DGE
|dgtxt=-η, -ον<br />[[parecido]], [[semejante]] c. dat., de cosas [[ἄορ]] ... εἴ. ἀστεροπῇ <i>Il</i>.14.386, cf. 22.134, <i>Od</i>.10.304, 21.411, Hes.<i>Sc</i>.451, <i>Trag.Adesp</i>.700.4, Hp.<i>Cord</i>.5, A.R.1.544, 3.287, (θρῖα ἐαρινά) κορώνης ποσὶν εἴκελα Plu.2.410e, cf. Orph.<i>L</i>.163, 299, de pers. φλογὶ εἴ. ... Ἕκτωρ <i>Il</i>.13.53, cf. 688, 17.88, 20.423, Hes.<i>Sc</i>.322, σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ del alma de la madre de Ulises <i>Od</i>.11.207, μάλα εἰκέλω ἀλλήλοιϊν [[ἔμμεναι]] que los dos nos parecemos mucho el uno al otro</i>, <i>Od</i>.19.384, οὐ θνητοῖσι βροτοῖσιν εἴ. <i>h.Bacch</i>.21, cf. Call.<i>SHell</i>.285.9, Mosch.1.7, 2.145<br /><b class="num">•</b>c. dat. y ac. rel. Ἰδομενεὺς ... συῒ εἴ. ἀλκήν Idomeneo ... semejante a un jabalí en arrojo</i>, <i>Il</i>.4.253, cf. 7.281, 13.330, 18.154, ὅς κεν ἀεργὸς ζώῃ, κηφήνεσσι κοθούροις εἴ. ὀργήν el que viva sin trabajar, semejante en carácter a los zánganos sin aguijón</i> Hes.<i>Op</i>.304, οὐδεὶς ... Κομβάβῳ σοφίην καὶ εὐδαιμονίην εἴ. Luc.<i>Syr.D</i>.25; cf. ἴκελος.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 21: Line 24:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(ϝεικ., [[ἔοικα]]): [[like]], τινί. Cf. [[ἴκελος]].
|auten=(ϝεικ., [[ἔοικα]]): [[like]], τινί. Cf. [[ἴκελος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-η, -ον<br />[[parecido]], [[semejante]] c. dat., de cosas [[ἄορ]] ... εἴ. ἀστεροπῇ <i>Il</i>.14.386, cf. 22.134, <i>Od</i>.10.304, 21.411, Hes.<i>Sc</i>.451, <i>Trag.Adesp</i>.700.4, Hp.<i>Cord</i>.5, A.R.1.544, 3.287, (θρῖα ἐαρινά) κορώνης ποσὶν εἴκελα Plu.2.410e, cf. Orph.<i>L</i>.163, 299, de pers. φλογὶ εἴ. ... Ἕκτωρ <i>Il</i>.13.53, cf. 688, 17.88, 20.423, Hes.<i>Sc</i>.322, σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ del alma de la madre de Ulises <i>Od</i>.11.207, μάλα εἰκέλω ἀλλήλοιϊν [[ἔμμεναι]] que los dos nos parecemos mucho el uno al otro</i>, <i>Od</i>.19.384, οὐ θνητοῖσι βροτοῖσιν εἴ. <i>h.Bacch</i>.21, cf. Call.<i>SHell</i>.285.9, Mosch.1.7, 2.145<br /><b class="num">•</b>c. dat. y ac. rel. Ἰδομενεὺς ... συῒ εἴ. ἀλκήν Idomeneo ... semejante a un jabalí en arrojo</i>, <i>Il</i>.4.253, cf. 7.281, 13.330, 18.154, ὅς κεν ἀεργὸς ζώῃ, κηφήνεσσι κοθούροις εἴ. ὀργήν el que viva sin trabajar, semejante en carácter a los zánganos sin aguijón</i> Hes.<i>Op</i>.304, οὐδεὶς ... Κομβάβῳ σοφίην καὶ εὐδαιμονίην εἴ. Luc.<i>Syr.D</i>.25; cf. ἴκελος.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴκελος Medium diacritics: εἴκελος Low diacritics: είκελος Capitals: ΕΙΚΕΛΟΣ
Transliteration A: eíkelos Transliteration B: eikelos Transliteration C: eikelos Beta Code: ei)/kelos

English (LSJ)

η, ον, (εἰκός) like, τινί Il.22.134; χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν Od.21.411, cf. Hdt.8.8 (v.l. for ἴκελος), S.Fr.574.4, Plu.2.410e.

Spanish (DGE)

-η, -ον
parecido, semejante c. dat., de cosas ἄορ ... εἴ. ἀστεροπῇ Il.14.386, cf. 22.134, Od.10.304, 21.411, Hes.Sc.451, Trag.Adesp.700.4, Hp.Cord.5, A.R.1.544, 3.287, (θρῖα ἐαρινά) κορώνης ποσὶν εἴκελα Plu.2.410e, cf. Orph.L.163, 299, de pers. φλογὶ εἴ. ... Ἕκτωρ Il.13.53, cf. 688, 17.88, 20.423, Hes.Sc.322, σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ del alma de la madre de Ulises Od.11.207, μάλα εἰκέλω ἀλλήλοιϊν ἔμμεναι que los dos nos parecemos mucho el uno al otro, Od.19.384, οὐ θνητοῖσι βροτοῖσιν εἴ. h.Bacch.21, cf. Call.SHell.285.9, Mosch.1.7, 2.145
c. dat. y ac. rel. Ἰδομενεὺς ... συῒ εἴ. ἀλκήν Idomeneo ... semejante a un jabalí en arrojo, Il.4.253, cf. 7.281, 13.330, 18.154, ὅς κεν ἀεργὸς ζώῃ, κηφήνεσσι κοθούροις εἴ. ὀργήν el que viva sin trabajar, semejante en carácter a los zánganos sin aguijón Hes.Op.304, οὐδεὶς ... Κομβάβῳ σοφίην καὶ εὐδαιμονίην εἴ. Luc.Syr.D.25; cf. ἴκελος.

German (Pape)

[Seite 726] (εἴκω, vgl. ἴκελος), ähnlich, τινί, Od. 21, 411 Il. 22, 134 u. öfter; Hes. Sc. 451 u. sp. D. Auch Her. 8, 8 u. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εἴκελος: -η, -ον, (εἰκὸς) ὅμοιος, Λατ. similis, τινι Ἰλ. Χ. 134, Ὀδ. Φ. 411, κ. ἀλλ.· Ἐπ. ἐπίθ. ἐν χρήσει ὡσαύτως παρ’ Ἡρόδ. 8. 8, Πλούτ. 2. 410Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semblable à, τινι.
Étymologie: εἴκω.

English (Autenrieth)

(ϝεικ., ἔοικα): like, τινί. Cf. ἴκελος.

Greek Monolingual

εἴκελος, -η, -ον (Α)
όμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ομηρ. είκελος εμφανίζει παράλληλο τύπο ίκελος «όμοιος» που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα weik- «αληθεύω, ομοιάζω» τών ρημάτων εικάζω, έοικα. Το ει- του τύπου είκελος ερμηνεύεται είτε ως αναλογικός σχηματισμός προς το ρήμα είκω ή ως προϊόν μετρικής εκτάσεως στον Όμηρο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αγαθείκελος, ανδρείκελος, ανθρωποείκελος, βροτοείκελος, επιείκελος, θεοείκελος, προσείκελος.

Greek Monotonic

εἴκελος: -η, -ον (εἰκός), όμοιος, Λατ. similis, τινι, σε Όμηρ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

εἴκελος: [*εἴκω I] подобный, похожий (τινι Hom., Hes., Her., Plut.).

Middle Liddell

εἴκελος, η, ον εἰκός
like, Lat. similis, τινι Hom., Hdt.