θηλύνω: Difference between revisions
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1207.png Seite 1207]] weiblich ([[θῆλυς]]), weibisch machen, übertr., βαφῇ [[σίδηρος]] ἃς ἐθηλύνθην [[στόμα]] Soph. Ai. 636, d. i. ich wurde erweicht; vgl. ἐθηλύνθη λίνα Μοίρης, Nonn. D. 12, 214 u. Iren. 3 (V, 251); [[Ζέφυρος]] [[κῦμα]] θηλύνει M. Arg. 24 (X, 4); auch in Prosa, τῶν σωμάτων θηλυνομένων Xen. Oec. 4, 2; vgl. Luc. Navig. 27. – Med. sich weibisch zieren, Bion. 7, 18, vgl. Theocr. 20, 14 τᾷ μορφᾷ θηλύνετο. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1207.png Seite 1207]] weiblich ([[θῆλυς]]), weibisch machen, übertr., βαφῇ [[σίδηρος]] ἃς ἐθηλύνθην [[στόμα]] Soph. Ai. 636, d. i. ich wurde erweicht; vgl. ἐθηλύνθη λίνα Μοίρης, Nonn. D. 12, 214 u. Iren. 3 (V, 251); [[Ζέφυρος]] [[κῦμα]] θηλύνει M. Arg. 24 (X, 4); auch in Prosa, τῶν σωμάτων θηλυνομένων Xen. Oec. 4, 2; vgl. Luc. Navig. 27. – Med. sich weibisch zieren, Bion. 7, 18, vgl. Theocr. 20, 14 τᾷ μορφᾷ θηλύνετο. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f. inus., ao.</i> ἐθήλυνα, <i>pf.</i> τεθήλυγκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐθηλύνθην, <i>pf.</i> τεθήλυσμαι;<br />efféminer, amollir, énerver ; <i>fig.</i> amollir : [[στόμα]] SOPH la dureté <i>ou</i> l'âpreté de la parole;<br /><i><b>Moy.</b></i> θηλύνομαι s'enorgueillir comme une femme : [[τι]] de qch.<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηλύνω''': ῡ. ἀόρ ἐθήλῡνα Εὐρ. Ἀποσπ., (ἐξ-) Στράβ. 251· πρκμ. τεθήλῠκα (-υγκα;) μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστ. ― Παθ., ἀόρ. ἐθηλύνθην, ἴδε κατωτ., (ἐξ-) Διον. Ἁλ. 13. 12· πρκμ. τεθήλυσμαι Ἱππ. 290. 8, Γαλην.· ἀλλὰ -υμμαι (ἐκ-) Πολύβ. 37. 2, 2, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 5. 3, γ΄ ἑνικ. -υνται Δίων Κ. 50. 27, ἀπαρ. -ύνθαι (ἐκ-) Πολύβ. 32. 2, 3· ([[θῆλυς]]). Κάμνω τινὰ θηλυπρεπῆ, [[ἐκθηλύνω]], [[ἐκνευρίζω]], Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Οἰκ. 4, 2· [[πραΰνω]], [[ἡσυχάζω]], [[Ζέφυρος]] [[κῦμα]] θηλύνει Ἀνθ. Π. 10. 4. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[μαλακός]], αἱ σάρκες Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820· ἐθηλύνθην [[στόμα]] (ἴδε ἐν λ. βαφὴ) Σοφ. Αἴ. 651· [[οὔπω]] ἐθηλύνθης, δὲν ἔδειξας ἀκόμα [[σημεῖον]] ὑποχωρήσεως, Ἀνθ. Π. 5. 251, πρβλ. 300· θηλυπρεπῶς φέρομαι, Βίων 15. 18· τᾷ μορφᾷ θηλύνετο Θεόκρ. 20. 14. ― Σπάν. παρ’ Ἀττ. | |lstext='''θηλύνω''': ῡ. ἀόρ ἐθήλῡνα Εὐρ. Ἀποσπ., (ἐξ-) Στράβ. 251· πρκμ. τεθήλῠκα (-υγκα;) μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστ. ― Παθ., ἀόρ. ἐθηλύνθην, ἴδε κατωτ., (ἐξ-) Διον. Ἁλ. 13. 12· πρκμ. τεθήλυσμαι Ἱππ. 290. 8, Γαλην.· ἀλλὰ -υμμαι (ἐκ-) Πολύβ. 37. 2, 2, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 5. 3, γ΄ ἑνικ. -υνται Δίων Κ. 50. 27, ἀπαρ. -ύνθαι (ἐκ-) Πολύβ. 32. 2, 3· ([[θῆλυς]]). Κάμνω τινὰ θηλυπρεπῆ, [[ἐκθηλύνω]], [[ἐκνευρίζω]], Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Οἰκ. 4, 2· [[πραΰνω]], [[ἡσυχάζω]], [[Ζέφυρος]] [[κῦμα]] θηλύνει Ἀνθ. Π. 10. 4. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[μαλακός]], αἱ σάρκες Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820· ἐθηλύνθην [[στόμα]] (ἴδε ἐν λ. βαφὴ) Σοφ. Αἴ. 651· [[οὔπω]] ἐθηλύνθης, δὲν ἔδειξας ἀκόμα [[σημεῖον]] ὑποχωρήσεως, Ἀνθ. Π. 5. 251, πρβλ. 300· θηλυπρεπῶς φέρομαι, Βίων 15. 18· τᾷ μορφᾷ θηλύνετο Θεόκρ. 20. 14. ― Σπάν. παρ’ Ἀττ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:00, 1 October 2022
English (LSJ)
Plu.2.999a: aor. ἐθήλῡνα E.Fr.360.29, Babr.Prooem.1.19, (ἐξ-) Str.5.4.13: pf. τεθήλῠκα Arist. ap. Stob.4.279M.:—Pass., aor. ἐθηλύνθην (v. infr.), (ἐξ-) D.H.14.8: pf. τεθήλυσμαι Hp.Aër.15, J.AJ 4.8.40, (ἐκ-) Gal.10.354; but -υμμαι (ἐκ-) Plb.36.15.2, Luc.DDeor. 5.3; 3sg. -υνται D.C.50.27; inf. -ύνθαι (ἐκ-) Plb.31.21.3: (θῆλυς):— make womanish, enervate, E. l.c.; τὴν ἡδονήν Plu. l.c.; τοὺς ἄνδρας Vett.Val.76.6; soften, Ζέφυρος κῦμα θηλύνει AP10.4 (Marc.Arg.):— Pass., τῶν σωμάτων -ομένων X.Oec.4.2, cf. Porph.Abst.1.34; become soft, αἱ σάρκες -ονται Hp.Art.52; βαφῇ σίδηρος ὥς, ἐθηλύνθην στόμα S. Aj.651; οὔπω ἐθηλύνθης gav'st not yet a sign of yielding, AP5.250 (Iren.); θ. οἴκτοις ib.299 (Paul. Sil.); play the coquette, Bion 2.18; τᾷ μορφᾷ θηλύνετο Theoc.20.14; muliebria pati, Vett.Val.7.26, al.: Astrol., of planets, Ptol.Tetr.20.—Rare in Att.
German (Pape)
[Seite 1207] weiblich (θῆλυς), weibisch machen, übertr., βαφῇ σίδηρος ἃς ἐθηλύνθην στόμα Soph. Ai. 636, d. i. ich wurde erweicht; vgl. ἐθηλύνθη λίνα Μοίρης, Nonn. D. 12, 214 u. Iren. 3 (V, 251); Ζέφυρος κῦμα θηλύνει M. Arg. 24 (X, 4); auch in Prosa, τῶν σωμάτων θηλυνομένων Xen. Oec. 4, 2; vgl. Luc. Navig. 27. – Med. sich weibisch zieren, Bion. 7, 18, vgl. Theocr. 20, 14 τᾷ μορφᾷ θηλύνετο.
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἐθήλυνα, pf. τεθήλυγκα;
Pass. ao. ἐθηλύνθην, pf. τεθήλυσμαι;
efféminer, amollir, énerver ; fig. amollir : στόμα SOPH la dureté ou l'âpreté de la parole;
Moy. θηλύνομαι s'enorgueillir comme une femme : τι de qch.
Étymologie: θῆλυς.
Greek (Liddell-Scott)
θηλύνω: ῡ. ἀόρ ἐθήλῡνα Εὐρ. Ἀποσπ., (ἐξ-) Στράβ. 251· πρκμ. τεθήλῠκα (-υγκα;) μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστ. ― Παθ., ἀόρ. ἐθηλύνθην, ἴδε κατωτ., (ἐξ-) Διον. Ἁλ. 13. 12· πρκμ. τεθήλυσμαι Ἱππ. 290. 8, Γαλην.· ἀλλὰ -υμμαι (ἐκ-) Πολύβ. 37. 2, 2, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 5. 3, γ΄ ἑνικ. -υνται Δίων Κ. 50. 27, ἀπαρ. -ύνθαι (ἐκ-) Πολύβ. 32. 2, 3· (θῆλυς). Κάμνω τινὰ θηλυπρεπῆ, ἐκθηλύνω, ἐκνευρίζω, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Οἰκ. 4, 2· πραΰνω, ἡσυχάζω, Ζέφυρος κῦμα θηλύνει Ἀνθ. Π. 10. 4. ― Παθ., γίνομαι μαλακός, αἱ σάρκες Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820· ἐθηλύνθην στόμα (ἴδε ἐν λ. βαφὴ) Σοφ. Αἴ. 651· οὔπω ἐθηλύνθης, δὲν ἔδειξας ἀκόμα σημεῖον ὑποχωρήσεως, Ἀνθ. Π. 5. 251, πρβλ. 300· θηλυπρεπῶς φέρομαι, Βίων 15. 18· τᾷ μορφᾷ θηλύνετο Θεόκρ. 20. 14. ― Σπάν. παρ’ Ἀττ.
Greek Monolingual
θηλύνω (Α) θήλυς
1. κάνω κάποιον θηλυπρεπή
2. ησυχάζω
3. γίνομαι μαλακός
4. είμαι φιλάρεσκος
5. γίνομαι κίναιδος
6. φρ. «οὔπω ἐθηλύνθης» — δεν έδειξες ακόμη σημεία υποχώρησης.
Greek Monotonic
θηλύνω: [ῡ], αόρ. αʹ ἐθήλῡνα· Παθ., αόρ. αʹ ἐθηλύνθην, παρακ. τεθήλυμμαι· (θῆλυς)· κάνω κάποιον θηλυπρεπή, εκθηλύνω, σε Ευρ., Ξεν.· μεταφ., πραΰνω, ησυχάζω, μαλακώνω, Ζέφυρος κῦμα θηλύνει, σε Ανθ. Π. Παθ., γίνομαι αδύναμος και μάλακος, σε Σοφ.· κάνω την κοκέτα, σε Βίωνα.
Russian (Dvoretsky)
θηλύνω: (ῡ) (aor. ἐθήλῡνα, pf. τεθήλυγκα; pass.: aor. ἐθηλύνθην, pf. τεθήλυσμαι)
1) досл. делать женственным, изнеживать, перен. ослаблять, смягчать (Ζέφυρος κῦμα θηλύνει Anth.): τῶν σωμάτων θηλυνομένων Xen. при физической расслабленности; ἐθηλύνθην στόμα Soph. я смягчил свою речь;
2) med. кокетничать (τᾷ μορφᾷ Theocr.).
Middle Liddell
θῆλυς
to make womanish, to enervate, Eur., Xen.: metaph. to soften, Ζέφυρος κῦμα θηλύνει Anth.:—Pass. to become weak and womanish, Soph.: to play the coquet. Bion.