γυρεύω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0512.png Seite 512]] im Kreise herumgehen, Archil. bei Plut. de superst. 7; Strab. 6, 1, 8 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0512.png Seite 512]] im Kreise herumgehen, Archil. bei Plut. de superst. 7; Strab. 6, 1, 8 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=tourner en rond autour ; circuler, aller et venir.<br />'''Étymologie:''' [[γυρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γῡρεύω''': [[περιέρχομαι]] δρομαίως ἐν κύκλῳ, [[τρέχω]] ὁλόγυρα, τριγυρίζω, γυρίζω, [[ἵππος]]… καμπτῆρας οἵους ἀλφιτεῦσι [[γυρεύω]] Βάβρ. 29, 4. (ἐν τῇ συνηθ.= ζητῶ).
|lstext='''γῡρεύω''': [[περιέρχομαι]] δρομαίως ἐν κύκλῳ, [[τρέχω]] ὁλόγυρα, τριγυρίζω, γυρίζω, [[ἵππος]]… καμπτῆρας οἵους ἀλφιτεῦσι [[γυρεύω]] Βάβρ. 29, 4. (ἐν τῇ συνηθ.= ζητῶ).
}}
{{bailly
|btext=tourner en rond autour ; circuler, aller et venir.<br />'''Étymologie:''' [[γυρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:34, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡρεύω Medium diacritics: γυρεύω Low diacritics: γυρεύω Capitals: ΓΥΡΕΥΩ
Transliteration A: gyreúō Transliteration B: gyreuō Transliteration C: gyreyo Beta Code: gureu/w

English (LSJ)

run round in a circle, Str.6.1.8: c. acc. cogn., καμπτῆρας Babr.29.4.

Spanish (DGE)

(γῡρεύω) 1 intr. dar vueltas, evolucionar παρθένους ... ἐκέλευε γ. γυμνάς Str.6.1.8, cf. T.Gad 1.3.
2 tr. girar alrededor de, recorrer καμπτῆρας Babr.29.4, τὸν κόσμον Secund.Vit.76.18, ἀτέλεστον κύκλον Pall.V.Chrys.70.18
fig. maquinar τὴν ἀπώλειαν αὐτοῦ A.Pil.B 23.

German (Pape)

[Seite 512] im Kreise herumgehen, Archil. bei Plut. de superst. 7; Strab. 6, 1, 8 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

tourner en rond autour ; circuler, aller et venir.
Étymologie: γυρός.

Greek (Liddell-Scott)

γῡρεύω: περιέρχομαι δρομαίως ἐν κύκλῳ, τρέχω ὁλόγυρα, τριγυρίζω, γυρίζω, ἵππος… καμπτῆρας οἵους ἀλφιτεῦσι γυρεύω Βάβρ. 29, 4. (ἐν τῇ συνηθ.= ζητῶ).

Greek Monolingual

και γυρεύγω (AM γυρεύω) γυρός
διαγράφω κύκλο τρέχοντας
μσν.- νεοελλ.
τριγυρίζω ψάχνοντας
νεοελλ.
1. επιζητώ, αναζητώ
2. επιδιώκω κάτι
3. εξετάζω, ερευνώ
4. φροντίζω, ενδιαφέρομαι
5. φρ. α) «γυρεύω φυρί, φυρί» — αναζητώ επίμονα
β) «γυρεύω ψύλλους στ' άχυρα» ή «τρέχα γύρευε» — αναζητώ μάτια
γ) «στον ουρανό το γύρευα και στη γη το βρήκα» — βρήκα κάτι εντελώς απροσδόκητα
δ) «τί γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;» — βρίσκεται κάποιος απερίσκεπτα εκεί που δεν πρέπει
μσν.
1. περιοδεύω
2. γυρίζω πίσω, επιστρέφω.

Greek Monotonic

γῡρεύω: (γῦρος), μέλ. -σω, τρέχω γύρω γύρω, κυκλικά, τριγυρίζω, σε Στράβ., Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

γῡρεύω: кружиться, вращаться Plat., Babr.

Middle Liddell

γῦρος
to run round in a circle, Strab., Babr.