διαλγής: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0586.png Seite 586]] ές, 1) Schmerz bringend, ἄτα Aesch. Ch. 66. – 2) heftige Schmerzen leidend, Plut. Alex. 75. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0586.png Seite 586]] ές, 1) Schmerz bringend, ἄτα Aesch. Ch. 66. – 2) heftige Schmerzen leidend, Plut. Alex. 75. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui cause une profonde douleur;<br /><b>2</b> qui éprouve une profonde douleur.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀλγέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαλγής''': -ές, [[ἀλγεινός]], [[θλιβερός]], [[βαρύς]], ἄτα Αἰσχύλ. Χο. 68· ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ διαιωνίζουσα, [[ὅθεν]] ὁ Paley ὑποθέτει ὅτι ἐν τῷ χειρογράφῳ ἐκείνῳ θὰ ὑπῆρχεν αἰᾱνής. ΙΙ. ὁ πολὺν πόνον ὑποφέρων, Πλούτ. Ἀλέξ. 75. | |lstext='''διαλγής''': -ές, [[ἀλγεινός]], [[θλιβερός]], [[βαρύς]], ἄτα Αἰσχύλ. Χο. 68· ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ διαιωνίζουσα, [[ὅθεν]] ὁ Paley ὑποθέτει ὅτι ἐν τῷ χειρογράφῳ ἐκείνῳ θὰ ὑπῆρχεν αἰᾱνής. ΙΙ. ὁ πολὺν πόνον ὑποφέρων, Πλούτ. Ἀλέξ. 75. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:36, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, A grievous, ἄτα A.Ch.68 (lyr.). II suffering great pain, Plu.Alex.75. Adv. διαλγῶς, ἔχει is pained, Phld.D.3Fr.77.
Spanish (DGE)
-ές
I 1que sufre un profundo dolor, dolorido ref. Alejandro οὔτ' ἄφνω δ. γενόμενος Plu.Alex.75, θερμὴ καὶ δ. καὶ κραδαινομένη Plu.2.496d.
2 que causa un profundo dolor, doloroso ἄτα A.Ch.68 (cód.).
II adv. -ῶς con dolor, dolorosamente δ. ἔχειν Phld.D.3.Fr.77.7.
German (Pape)
[Seite 586] ές, 1) Schmerz bringend, ἄτα Aesch. Ch. 66. – 2) heftige Schmerzen leidend, Plut. Alex. 75.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui cause une profonde douleur;
2 qui éprouve une profonde douleur.
Étymologie: διά, ἀλγέω.
Greek (Liddell-Scott)
διαλγής: -ές, ἀλγεινός, θλιβερός, βαρύς, ἄτα Αἰσχύλ. Χο. 68· ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ διαιωνίζουσα, ὅθεν ὁ Paley ὑποθέτει ὅτι ἐν τῷ χειρογράφῳ ἐκείνῳ θὰ ὑπῆρχεν αἰᾱνής. ΙΙ. ὁ πολὺν πόνον ὑποφέρων, Πλούτ. Ἀλέξ. 75.
Greek Monolingual
διαλγής, -ές (Α)
1. επώδυνος, θλιβερός
2. αυτός που πονά, που υποφέρει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι(α)- + -αλγής < άλγος].
Greek Monotonic
διαλγής: -ές (ἄλγος)·
I. θλιβερός, βαρύς, σε Αισχύλ.
II. αυτός που υποφέρει μεγάλο πόνο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διαλγής:
1) причиняющий сильную боль, мучительный (ἄτα Aesch.);
2) испытывающий (сильную) боль, страдающий: δ. γενόμενος τὸ μετάφρενον Plut. ощутив сильную боль в спине.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαλγής -ές [διά, ἄλγος] pijn veroorzakend:. ἄτα ellende Aeschl. Ch. 68. pijn lijdend:. ἄφνω διαλγὴς γενόμενος door een plotselinge pijnaanval Plut. Alex. 75.5.
Middle Liddell
δι-αλγής, ές adj ἄλγος
I. grievous, Aesch.
II. suffering great pain, Plut.