εὐώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1111.png Seite 1111]] ες, wohlriechend, angenehm duftend, [[θάλαμος]] Il. 3, 382, [[κυπάρισσος]] Od. 5, 64, [[ἔλαιον]] 2, 339; [[ἄνθος]], ἄδυτον Pind. N. 11, 41 Ol. 7, 32; ἐλαίας [[καρπός]] Aesch. Pers. 609, [[φλόξ]] Ag. 583; κῆποι Ar. Av. 1067; sp. D., wie in Prosa, [[τόπος]] Plat. Conv. 196 b; εὐωδέστατος Phaedr. 230 b; – τὸ εὐῶδες, = [[εὐωδία]], Plut. Symp. 4, 1, 3. – Über die Betonung vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 254.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1111.png Seite 1111]] ες, wohlriechend, angenehm duftend, [[θάλαμος]] Il. 3, 382, [[κυπάρισσος]] Od. 5, 64, [[ἔλαιον]] 2, 339; [[ἄνθος]], ἄδυτον Pind. N. 11, 41 Ol. 7, 32; ἐλαίας [[καρπός]] Aesch. Pers. 609, [[φλόξ]] Ag. 583; κῆποι Ar. Av. 1067; sp. D., wie in Prosa, [[τόπος]] Plat. Conv. 196 b; εὐωδέστατος Phaedr. 230 b; – τὸ εὐῶδες, = [[εὐωδία]], Plut. Symp. 4, 1, 3. – Über die Betonung vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 254.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[qui exhale une odeur agréable]], [[odoriférant]];<br /><i>Cp.</i> εὐωδέστερος, <i>Sp.</i> εὐωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὄζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐώδης''': -ες, (ὄζω, [[ὄδωδα]]) ὡς καὶ νῦν, ἔχων καλὴν ὀσμήν, [[εὔοσμος]], [[πλήρης]] εὐωδίας, ἀντίθετον τῷ [[δυσώδης]], ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Ἰλ. Γ. 382· εὐῶδες [[ἔλαιον]] Ὀδ. Β. 339· [[εὐώδης]] [[κυπάρισσος]] Ε. 64· εὐωδέστατος Ἡρόδ. 3. 112· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ πεζολόγοις· - τὸ εὐῶδες = [[εὐωδία]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 11· εὐῶδες ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 12. 3.
|lstext='''εὐώδης''': -ες, (ὄζω, [[ὄδωδα]]) ὡς καὶ νῦν, ἔχων καλὴν ὀσμήν, [[εὔοσμος]], [[πλήρης]] εὐωδίας, ἀντίθετον τῷ [[δυσώδης]], ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Ἰλ. Γ. 382· εὐῶδες [[ἔλαιον]] Ὀδ. Β. 339· [[εὐώδης]] [[κυπάρισσος]] Ε. 64· εὐωδέστατος Ἡρόδ. 3. 112· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ πεζολόγοις· - τὸ εὐῶδες = [[εὐωδία]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 11· εὐῶδες ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 12. 3.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[qui exhale une odeur agréable]], [[odoriférant]];<br /><i>Cp.</i> εὐωδέστερος, <i>Sp.</i> εὐωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὄζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 19:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐώδης Medium diacritics: εὐώδης Low diacritics: ευώδης Capitals: ΕΥΩΔΗΣ
Transliteration A: euṓdēs Transliteration B: euōdēs Transliteration C: evodis Beta Code: eu)w/dhs

English (LSJ)

ες, (ὄδωδα) sweet-smelling, fragrant, suaveolent, having a pleasant scent, ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Il.3.382; ἔλαιον Od.2.339; κυπάρισσος 5.64: Comp. εὐωδέστερος Pl.Hp.Ma.290e, Arist.Pr.877b25: Sup. εὐωδέστατος Hdt.3.112; ἄδυτον Pi.O.7.32, cf. B.13.40, etc.; ὀδόντες Hp.Mul.2.185; opp. δυσώδης, Arist.de An.421b23; εὐῶδες ὄζειν Id.Pr.906b14; of wines, having a bouquet, PTeb.120.62 (i B. C.), etc. See also: εὔοσμος; Lat. suaveolens, halans.

German (Pape)

[Seite 1111] ες, wohlriechend, angenehm duftend, θάλαμος Il. 3, 382, κυπάρισσος Od. 5, 64, ἔλαιον 2, 339; ἄνθος, ἄδυτον Pind. N. 11, 41 Ol. 7, 32; ἐλαίας καρπός Aesch. Pers. 609, φλόξ Ag. 583; κῆποι Ar. Av. 1067; sp. D., wie in Prosa, τόπος Plat. Conv. 196 b; εὐωδέστατος Phaedr. 230 b; – τὸ εὐῶδες, = εὐωδία, Plut. Symp. 4, 1, 3. – Über die Betonung vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 254.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui exhale une odeur agréable, odoriférant;
Cp. εὐωδέστερος, Sp. εὐωδέστατος.
Étymologie: εὖ, ὄζω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐώδης: -ες, (ὄζω, ὄδωδα) ὡς καὶ νῦν, ἔχων καλὴν ὀσμήν, εὔοσμος, πλήρης εὐωδίας, ἀντίθετον τῷ δυσώδης, ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Ἰλ. Γ. 382· εὐῶδες ἔλαιον Ὀδ. Β. 339· εὐώδης κυπάρισσος Ε. 64· εὐωδέστατος Ἡρόδ. 3. 112· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ πεζολόγοις· - τὸ εὐῶδες = εὐωδία, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 11· εὐῶδες ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 12. 3.

English (Autenrieth)

ες (ὄζω, ὄδωδα): sweet-smelling, fragrant.

English (Slater)

εὐώδης sweet smelling εὐώδεος ἐξ ἀδύτου (O. 7.32) δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον (N. 11.41)

Spanish

oloroso

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ εὐώδης, -ες)
αυτός που αποπνέει ευχάριστη μυρωδιά, εύοσμος, μυρωδάτος, μοσχομυρισμένος («εὐῶδες ἔλαιον», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
εὐωδῶς (Μ)
με ωραία, γλυκιά μυρωδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ωδης (< όζω < όδ-) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωδ- της ρίζας οδ- (οδ-μή > οσμή), πρβλ. δυσώδης. Από τέτοια σύνθετα προήλθε η παραγωγική κατάληξη -ώδης (πρβλ. αιματώδης, ζοφώδης)].

Greek Monotonic

εὐώδης: -ες (ὄδωδα), αυτός που έχει γλυκιά μυρωδιά, ευωδιαστός, αρωματικός, σε Όμηρ. κ.λπ.· εὐωδέστατος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐώδης: ὄζω благовонный, благоуханный, душистый (θάλαμος, κυπάρισσος Hom.; ἄνθος Pind.; ἐλαίας καρπός Aesch.; κῆποι Arph.; λήδανον Her.; τόπος Plat.; ὀσμή Arst.; φυτά, ἀρώματα Plut.).

Middle Liddell

εὐ-ώδης, ες ὄδωδα
sweet-smelling, fragrant, Hom., etc.; εὐωδέστατος Hdt.

English (Woodhouse)

fragrant, sweet-smelling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)