καταγώγιον: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1344.png Seite 1344]] τό, auch [[καταγωγεῖον]], nach Gaisford's em. Antiphan. bei Stob. fl. 124, 27; vgl. Macho Ath. VIII, 337 d; der Ort zum Einkehren, Herberge, nach VLL. = [[κατάλυσις]], von den Atticisten für att. erkl.; Thuc. 3, 68; Plat. Phaedr. 259 a; Sp.; Plut. Lucull. 42 nennt eine Bibliothek Μουσῶν [[καταγώγιον]]; – καταγώγια; τά, Fest der Artemis in Ephesus, Phot.; Ath. IX, 394 f; vgl. Lob. Aglaoph. 177.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1344.png Seite 1344]] τό, auch [[καταγωγεῖον]], nach Gaisford's em. Antiphan. bei Stob. fl. 124, 27; vgl. Macho Ath. VIII, 337 d; der Ort zum Einkehren, Herberge, nach VLL. = [[κατάλυσις]], von den Atticisten für att. erkl.; Thuc. 3, 68; Plat. Phaedr. 259 a; Sp.; Plut. Lucull. 42 nennt eine Bibliothek Μουσῶν [[καταγώγιον]]; – καταγώγια; τά, Fest der Artemis in Ephesus, Phot.; Ath. IX, 394 f; vgl. Lob. Aglaoph. 177.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />lieu de halte, hôtellerie ; séjour, asile.<br />'''Étymologie:''' [[καταγωγή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾰγώγιον''': τό, [[τόπος]] εἰς ὃν δύναται ὁ ὁδοιπορῶν νὰ καταλύσῃ, [[κατάλυμα]], [[πανδοκεῖον]], Θουκ. 3. 68, Πλάτ. Φαῖδρ. 259Α, Ξεν. Πόροι 3. 12· Μουσῶν κ. Πλουτ. Λούκουλλ. 42· - τὸν τύπον καταγωγεῖον ἀποκατέστησεν ὁ Πόρσων ἐν Ἀντιφάνους «Ἀφροδισίῳ» 2. 5, Μάχωνι παρ’ Ἀθην. 337D. ΙΙ. τὰ καταγώγια, [[ἑορτή]] τις ἐν Ἔρυκι τῆς Σικελίας ἐπὶ τῇ ἐπανόδῳ περιστερᾶς ἐκ τοῦ πελάγους, ἀντίθετον τῷ [[ἀναγώγια]], Ἀθήν. 394F, πρβλ. Λοβεκ Ἀγλαόφ. 177.
|lstext='''κατᾰγώγιον''': τό, [[τόπος]] εἰς ὃν δύναται ὁ ὁδοιπορῶν νὰ καταλύσῃ, [[κατάλυμα]], [[πανδοκεῖον]], Θουκ. 3. 68, Πλάτ. Φαῖδρ. 259Α, Ξεν. Πόροι 3. 12· Μουσῶν κ. Πλουτ. Λούκουλλ. 42· - τὸν τύπον καταγωγεῖον ἀποκατέστησεν ὁ Πόρσων ἐν Ἀντιφάνους «Ἀφροδισίῳ» 2. 5, Μάχωνι παρ’ Ἀθην. 337D. ΙΙ. τὰ καταγώγια, [[ἑορτή]] τις ἐν Ἔρυκι τῆς Σικελίας ἐπὶ τῇ ἐπανόδῳ περιστερᾶς ἐκ τοῦ πελάγους, ἀντίθετον τῷ [[ἀναγώγια]], Ἀθήν. 394F, πρβλ. Λοβεκ Ἀγλαόφ. 177.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />lieu de halte, hôtellerie ; séjour, asile.<br />'''Étymologie:''' [[καταγωγή]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰγώγιον Medium diacritics: καταγώγιον Low diacritics: καταγώγιον Capitals: ΚΑΤΑΓΩΓΙΟΝ
Transliteration A: katagṓgion Transliteration B: katagōgion Transliteration C: katagogion Beta Code: katagw/gion

English (LSJ)

τό,
A lodging, inn, resting place, residence Th.3.68, Pl.Phdr.259a, X.Vect.3.12; Μουσῶν καταγώγιον Plu.Luc.42; καταγώγιον ἀσωτίας Id.Eum.13; official residence of a magistrate, Procop.Arc.29, al.; τὸ τῶν δαιμόνων καταγώγιον OGI610.1 (Zorava, vi A. D.):—the form καταγωγεῖον is required by metre in Antiph.53.5, Macho ap.Ath.8.337d.
II extra payment for transport, PEleph.14.11 (iii B. C.),PTeb.35.18 (ii B. C.).
III in plural, τὰ καταγώγια = festival of the return, opp. ἀναγώγια, Ath.9.395a, SIG1109.114 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1344] τό, auch καταγωγεῖον, nach Gaisford's em. Antiphan. bei Stob. fl. 124, 27; vgl. Macho Ath. VIII, 337 d; der Ort zum Einkehren, Herberge, nach VLL. = κατάλυσις, von den Atticisten für att. erkl.; Thuc. 3, 68; Plat. Phaedr. 259 a; Sp.; Plut. Lucull. 42 nennt eine Bibliothek Μουσῶν καταγώγιον; – καταγώγια; τά, Fest der Artemis in Ephesus, Phot.; Ath. IX, 394 f; vgl. Lob. Aglaoph. 177.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de halte, hôtellerie ; séjour, asile.
Étymologie: καταγωγή.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰγώγιον: τό, τόπος εἰς ὃν δύναται ὁ ὁδοιπορῶν νὰ καταλύσῃ, κατάλυμα, πανδοκεῖον, Θουκ. 3. 68, Πλάτ. Φαῖδρ. 259Α, Ξεν. Πόροι 3. 12· Μουσῶν κ. Πλουτ. Λούκουλλ. 42· - τὸν τύπον καταγωγεῖον ἀποκατέστησεν ὁ Πόρσων ἐν Ἀντιφάνους «Ἀφροδισίῳ» 2. 5, Μάχωνι παρ’ Ἀθην. 337D. ΙΙ. τὰ καταγώγια, ἑορτή τις ἐν Ἔρυκι τῆς Σικελίας ἐπὶ τῇ ἐπανόδῳ περιστερᾶς ἐκ τοῦ πελάγους, ἀντίθετον τῷ ἀναγώγια, Ἀθήν. 394F, πρβλ. Λοβεκ Ἀγλαόφ. 177.

Greek Monotonic

κατᾰγώγιον: τό, μέρος στο οποίο μπορεί κάποιος να καταλύσει, στο οποίο μπορεί να διαμείνει, πανδοχείο, ξενοδοχείο, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰγώγιον: τό = καταγωγή 2: Μουσῶν κ. Plut. приют Муз, т. е. книгохранилище.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταγώγιον -ου, τό [κατάγω] rustplaats, herberg:. Μουσῶν κ. herberg van de Muzen (bibliotheek) Plut. Luc. 42.1.

Middle Liddell

κατᾰγώγιον, ου, τό, [from κατάγω
a place to lodge in, an inn, hotel, Thuc., Xen., etc.