κρεανομέω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kreanome/w
|Beta Code=kreanome/w
|Definition=pf. κεκρεανόμηκα <span class="bibl">Is.9.33</span>:—[[divide the flesh]] of a victim among the guests, [[l.c.]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Prom.</span>20</span>; [[distribute meat]], τῇ βουλῇ <span class="title">IG</span>22.847.25: generally, [[divide]], [[cut piecemeal]], <span class="bibl">D.S.34.12</span>:—Med., <span class="bibl">Sopat.20</span>: with pl. subject, [[divide among themselves]], <span class="bibl">Theoc.26.24</span>.
|Definition=pf. κεκρεανόμηκα <span class="bibl">Is.9.33</span>:—[[divide the flesh]] of a victim among the guests, [[l.c.]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Prom.</span>20</span>; [[distribute meat]], τῇ βουλῇ <span class="title">IG</span>22.847.25: generally, [[divide]], [[cut piecemeal]], <span class="bibl">D.S.34.12</span>:—Med., <span class="bibl">Sopat.20</span>: with pl. subject, [[divide among themselves]], <span class="bibl">Theoc.26.24</span>.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />distribuer les chairs d'une victime.<br />'''Étymologie:''' [[κρεανόμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρεᾱνομέω''': μέλλ. -ήσω· πρκμ. κεκρεανόμηκα Ἰσαῖ. 78. 17· ― [[διανέμω]] [[κρέας]], [[μοιράζω]] τὸ [[κρέας]] τοῦ θύματος εἰς τοὺς κεκλημένους, ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Προμ. 20· [[καθόλου]], διαμοιράζω, [[διαχωρίζω]], [[κατακόπτω]] εἰς τεμάχια, Διοδ. Ἐκλογ. 602. 66, Λουκ. Προμ. 20. ― Μέσ., διανέμομαι μετ’ ἄλλων, μοιράζομαι, αἱ δὲ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες Θεόκρ. 26. 24, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 702Β. Περὶ τοῦ κρεων-, ἴδε τὸ ἑπομ.
|lstext='''κρεᾱνομέω''': μέλλ. -ήσω· πρκμ. κεκρεανόμηκα Ἰσαῖ. 78. 17· ― [[διανέμω]] [[κρέας]], [[μοιράζω]] τὸ [[κρέας]] τοῦ θύματος εἰς τοὺς κεκλημένους, ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Προμ. 20· [[καθόλου]], διαμοιράζω, [[διαχωρίζω]], [[κατακόπτω]] εἰς τεμάχια, Διοδ. Ἐκλογ. 602. 66, Λουκ. Προμ. 20. ― Μέσ., διανέμομαι μετ’ ἄλλων, μοιράζομαι, αἱ δὲ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες Θεόκρ. 26. 24, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 702Β. Περὶ τοῦ κρεων-, ἴδε τὸ ἑπομ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />distribuer les chairs d'une victime.<br />'''Étymologie:''' [[κρεανόμος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:36, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεᾱνομέω Medium diacritics: κρεανομέω Low diacritics: κρεανομέω Capitals: ΚΡΕΑΝΟΜΕΩ
Transliteration A: kreanoméō Transliteration B: kreanomeō Transliteration C: kreanomeo Beta Code: kreanome/w

English (LSJ)

pf. κεκρεανόμηκα Is.9.33:—divide the flesh of a victim among the guests, l.c., Luc.Prom.20; distribute meat, τῇ βουλῇ IG22.847.25: generally, divide, cut piecemeal, D.S.34.12:—Med., Sopat.20: with pl. subject, divide among themselves, Theoc.26.24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
distribuer les chairs d'une victime.
Étymologie: κρεανόμος.

Greek (Liddell-Scott)

κρεᾱνομέω: μέλλ. -ήσω· πρκμ. κεκρεανόμηκα Ἰσαῖ. 78. 17· ― διανέμω κρέας, μοιράζω τὸ κρέας τοῦ θύματος εἰς τοὺς κεκλημένους, ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Προμ. 20· καθόλου, διαμοιράζω, διαχωρίζω, κατακόπτω εἰς τεμάχια, Διοδ. Ἐκλογ. 602. 66, Λουκ. Προμ. 20. ― Μέσ., διανέμομαι μετ’ ἄλλων, μοιράζομαι, αἱ δὲ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες Θεόκρ. 26. 24, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 702Β. Περὶ τοῦ κρεων-, ἴδε τὸ ἑπομ.

Greek Monotonic

κρεᾱνομέω: μέλ. -ήσω, παρακ. κεκρεανόμηκα· διανέμω, διαμοιράζω το κρέας, μοιράζω το κρέας της θυσίας ανάμεσα στους προσκεκλημένους, σε Λουκ. — Μέσ., διαμοιράζω αναμεταξύ, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κρεᾰνομέω:
1) разрубать мясо (жертвы), распределять куски мяса Isae., Luc.;
2) разрывать на части (sc. Πενθῆα Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεανομέω [κρεανόμος] vlees verdelen (bij offers); ook med.: αἱ δ’ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες de andere vrouwen verdeelden de resten van het vlees onder elkaar Theocr. Id. 26.24.

Middle Liddell

κρεᾱνομέω,
to distribute flesh, to divide the flesh of a victim among the guests, Luc.:—Mid. to divide among themselves, Theocr.