μεταρρυθμίζω: Difference between revisions
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=metarruqmi/zw | |Beta Code=metarruqmi/zw | ||
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[change the form]] or [[fashion of]] a thing, [[remodel]], τὰ γράμματα <span class="bibl">Hdt.5.58</span>; πόρον <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>747</span>; τὴν λέξιν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>185b28</span>; τὸ ἀμφίβολον τῆς προαιρέσεως εἰς βεβαιότητα <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>2p.422M.</span>, cf. <span class="bibl">19p.460M.</span>:—Pass., [[have one's form changed]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>46a</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>306b13</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> esp. [[reform]], [[amend]], <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>11.2</span>,<span class="bibl">3</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1179b16</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Nat.</span>82</span> G.; [[cure]], τινὰ τῶν ἁμαρτημάτων <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span> 1.13</span>:—Pass., <b class="b3">οὐδὲ μετερρύθμισθέ πω</b> ib.<span class="bibl">6.11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[make in a different form]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>91d</span> (Pass.).</span> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[change the form]] or [[fashion of]] a thing, [[remodel]], τὰ γράμματα <span class="bibl">Hdt.5.58</span>; πόρον <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>747</span>; τὴν λέξιν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>185b28</span>; τὸ ἀμφίβολον τῆς προαιρέσεως εἰς βεβαιότητα <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>2p.422M.</span>, cf. <span class="bibl">19p.460M.</span>:—Pass., [[have one's form changed]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>46a</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>306b13</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> esp. [[reform]], [[amend]], <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>11.2</span>,<span class="bibl">3</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1179b16</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Nat.</span>82</span> G.; [[cure]], τινὰ τῶν ἁμαρτημάτων <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span> 1.13</span>:—Pass., <b class="b3">οὐδὲ μετερρύθμισθέ πω</b> ib.<span class="bibl">6.11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[make in a different form]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>91d</span> (Pass.).</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=changer la mesure <i>ou</i> la forme, transformer, acc. ; <i>particul.</i> réformer, améliorer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ῥυθμίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταρρυθμίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[μεταβάλλω]] τὴν μορφὴν ἢ τὸ [[σχῆμα]] πράγματός τινος, μεταπλάττω, [[μεταβάλλω]], τὰ γράμματα Ἡρόδ. 5. 58· πόρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 747· τὴν λέξιν Ἀριστ. Φυσ. 1. 2, 11. - Παθ., μεταβάλλομαι τὸ [[σχῆμα]], μεταμορφοῦμαι, ἀλλοιοῦμαι, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 8, 2. 2) ἰδίως, ἀναμορφώνω, διορθώνω, Ξεν. Οἰκ. 11. 2 καὶ 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 5. ΙΙ. [[σχηματίζω]] κατὰ διάφορον [[σχῆμα]] ἢ μορφήν, Πλάτ. Τίμ. 46Α, 91D, ἐν τῷ παθ. | |lstext='''μεταρρυθμίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[μεταβάλλω]] τὴν μορφὴν ἢ τὸ [[σχῆμα]] πράγματός τινος, μεταπλάττω, [[μεταβάλλω]], τὰ γράμματα Ἡρόδ. 5. 58· πόρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 747· τὴν λέξιν Ἀριστ. Φυσ. 1. 2, 11. - Παθ., μεταβάλλομαι τὸ [[σχῆμα]], μεταμορφοῦμαι, ἀλλοιοῦμαι, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 8, 2. 2) ἰδίως, ἀναμορφώνω, διορθώνω, Ξεν. Οἰκ. 11. 2 καὶ 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 5. ΙΙ. [[σχηματίζω]] κατὰ διάφορον [[σχῆμα]] ἢ μορφήν, Πλάτ. Τίμ. 46Α, 91D, ἐν τῷ παθ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:05, 1 October 2022
English (LSJ)
A change the form or fashion of a thing, remodel, τὰ γράμματα Hdt.5.58; πόρον A.Pers.747; τὴν λέξιν Arist.Ph.185b28; τὸ ἀμφίβολον τῆς προαιρέσεως εἰς βεβαιότητα Hierocl. in CA2p.422M., cf. 19p.460M.:—Pass., have one's form changed, Pl.Ti.46a, Arist.Cael.306b13. 2 esp. reform, amend, X.Oec.11.2,3, Arist.EN1179b16, Epicur.Nat.82 G.; cure, τινὰ τῶν ἁμαρτημάτων Philostr.VA 1.13:—Pass., οὐδὲ μετερρύθμισθέ πω ib.6.11. II make in a different form, Pl.Ti.91d (Pass.).
French (Bailly abrégé)
changer la mesure ou la forme, transformer, acc. ; particul. réformer, améliorer.
Étymologie: μετά, ῥυθμίζω.
Greek (Liddell-Scott)
μεταρρυθμίζω: ὡς καὶ νῦν, μεταβάλλω τὴν μορφὴν ἢ τὸ σχῆμα πράγματός τινος, μεταπλάττω, μεταβάλλω, τὰ γράμματα Ἡρόδ. 5. 58· πόρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 747· τὴν λέξιν Ἀριστ. Φυσ. 1. 2, 11. - Παθ., μεταβάλλομαι τὸ σχῆμα, μεταμορφοῦμαι, ἀλλοιοῦμαι, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 8, 2. 2) ἰδίως, ἀναμορφώνω, διορθώνω, Ξεν. Οἰκ. 11. 2 καὶ 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 5. ΙΙ. σχηματίζω κατὰ διάφορον σχῆμα ἢ μορφήν, Πλάτ. Τίμ. 46Α, 91D, ἐν τῷ παθ.
Greek Monolingual
(ΑΜ μεταρρυθμίζω)
μεταβάλλω τον ρυθμό, τη μορφή, το σχήμα ή την τάξη, μετασχηματίζω, τροποποιώ, αναπλάθω, αναδιοργανώνω, αναμορφώνω (α. «οἱ παραλαβόντες διδαχῇ παρὰ Φοινίκων τὰ γράμματα, μεταρρυθμίσαντες σφέων ὀλίγα», Ηρόδ.
β. «μεταρρυθμίζω την επίπλωση του διαμερίσματός μου» γ. «μεταρρύθμισε το σύστημα της παιδείας»)
αρχ.
1. διορθώνω, επανορθώνω
2. δίδω σε κάτι διαφορετικό σχήμα ή μορφή («τὸ δὲ τῶν ὀρνέων φῡλον μετερρυθμίζετο ἀντὶ τριχῶν, πτερὰ φύον», Πλάτ.).
Greek Monotonic
μεταρρυθμίζω: μέλ. -σω, αλλάζω τον ρυθμό, τη μορφή ενός πράγματος, ανακατασκευάζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· αναμορφώνω, τροποποιώ, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μεταρρυθμίζω: перестраивать, изменять, переделывать (τὰ γράμματα Her.; πόρον Aesch., Plut.).
Middle Liddell
fut. σω
to change the fashion of a thing, to remodel, Hdt., Aesch.:— to reform, amend, Xen.