μιαιφονία: Difference between revisions
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0182.png Seite 182]] ἡ, Besudelung durch Mord, Mord; καὶ [[πικρία]] καὶ [[ὠμότης]], Dem. 25, 84; Luc. u. sp. D., wie Mel. 32 (XII, 19); Ep. ad. 465 (IX, 157); neben [[γαστριμαργία]], vom Essen geschlachteter Thiere, Befleckung mit dem Blute der Thiere, Plut. de esu carn. II, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0182.png Seite 182]] ἡ, Besudelung durch Mord, Mord; καὶ [[πικρία]] καὶ [[ὠμότης]], Dem. 25, 84; Luc. u. sp. D., wie Mel. 32 (XII, 19); Ep. ad. 465 (IX, 157); neben [[γαστριμαργία]], vom Essen geschlachteter Thiere, Befleckung mit dem Blute der Thiere, Plut. de esu carn. II, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de se souiller d'un meurtre.<br />'''Étymologie:''' [[μιαιφόνος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μιαιφονία''': ἡ, [[μίανσις]] ἐκ φόνου, [[φόνος]], Δημ. 795. 7, Διόδ. 17. 5· [[μίανσις]] ἐκ σαρκοφαγίας, Πλούτ. 2. 994Α. | |lstext='''μιαιφονία''': ἡ, [[μίανσις]] ἐκ φόνου, [[φόνος]], Δημ. 795. 7, Διόδ. 17. 5· [[μίανσις]] ἐκ σαρκοφαγίας, Πλούτ. 2. 994Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, bloodthirstiness, D.25.84, D.S.17.5, Plu.Art.30; murder, Id.2.994a: pl., τυραννικαὶ μ. ib.457b.
German (Pape)
[Seite 182] ἡ, Besudelung durch Mord, Mord; καὶ πικρία καὶ ὠμότης, Dem. 25, 84; Luc. u. sp. D., wie Mel. 32 (XII, 19); Ep. ad. 465 (IX, 157); neben γαστριμαργία, vom Essen geschlachteter Thiere, Befleckung mit dem Blute der Thiere, Plut. de esu carn. II, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de se souiller d'un meurtre.
Étymologie: μιαιφόνος.
Greek (Liddell-Scott)
μιαιφονία: ἡ, μίανσις ἐκ φόνου, φόνος, Δημ. 795. 7, Διόδ. 17. 5· μίανσις ἐκ σαρκοφαγίας, Πλούτ. 2. 994Α.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μιαιφονία) μιαιφόνος
1. η πράξη του μιαιφόνου, μιαρός φόνος
2. μόλυνση τών χεριών που οφείλεται σε μιαρό φόνο
αρχ.
1. ενοχή από μιαρό φόνο
2. αιμοδιψία, το αιμοχαρές.
Greek Monotonic
μιαιφονία: ἡ,
I. τύψη που προέρχεται από αίμα που χύθηκε σε φόνο, σε Δημ., Διόδ.
II. μόλυνση από ωμοφαγία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μιαιφονία: ἡ осквернение себя убийством, кровопролитие, (человеко)убийство (μ. καὶ πικρία Dem.; τὸ μύσος καὶ ἡ μ. Plut.).
Middle Liddell
μιαιφονία, ἡ,
I. bloodguiltiness, Dem., Diod.
II. pollution from eating blood, Plut.