παραφθείρω: Difference between revisions
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0506.png Seite 506]] (s. [[φθείρω]]), leicht od. obenhin verderben, verfälschen, Jac. Philostr. Imagg. p. 426; παρεφθορυῖα [[λέξις]], Ath. IX, 368 b, u. öfter bei Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0506.png Seite 506]] (s. [[φθείρω]]), leicht od. obenhin verderben, verfälschen, Jac. Philostr. Imagg. p. 426; παρεφθορυῖα [[λέξις]], Ath. IX, 368 b, u. öfter bei Gramm. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pf.</i> παρέφθορα;<br /><i>Pass. ao.2</i> παρεφθάρην;<br />corrompre légèrement <i>ou</i> en partie : παραφθαρεὶς τὴν φώνην PLUT qui a une altération de la voix, qui balbutie.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[φθείρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραφθείρω''': [[φθείρω]] ἐν μέρει, [[φθείρω]] κἄπως, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. 139, Τζέτζ. ΙΙ. Παθ., μετὰ πρκμ. παρέφθορα, ἐν μέρει φθείρομαι, καταστρέφομαι, παρεφθορυῖα γῆ Φιλόστρ. 711· π. [[ὕδωρ]] ὁ αὐτ. 815· παραφθαρεὶς τὴν φωνήν, ὁ ἀπολέσας τὴν φωνήν του, Πλούτ. 2. 848Β· παρεφθορότος τοῦ λογιστικοῦ [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. 288· ἐπὶ χαρακτῆρος, Φιλόστρ. 501· ὁ Δίδυμος ἔγραψε ἐπὶ παρεφθορυίας λέξεως. | |lstext='''παραφθείρω''': [[φθείρω]] ἐν μέρει, [[φθείρω]] κἄπως, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. 139, Τζέτζ. ΙΙ. Παθ., μετὰ πρκμ. παρέφθορα, ἐν μέρει φθείρομαι, καταστρέφομαι, παρεφθορυῖα γῆ Φιλόστρ. 711· π. [[ὕδωρ]] ὁ αὐτ. 815· παραφθαρεὶς τὴν φωνήν, ὁ ἀπολέσας τὴν φωνήν του, Πλούτ. 2. 848Β· παρεφθορότος τοῦ λογιστικοῦ [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. 288· ἐπὶ χαρακτῆρος, Φιλόστρ. 501· ὁ Δίδυμος ἔγραψε ἐπὶ παρεφθορυίας λέξεως. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:57, 2 October 2022
English (LSJ)
A destroy, corrupt, spoil, τὴν ἀρχαίαν μουσικήν Artemo 11; τὸν λόγον A.D.Synt.82.20; τὴν ἀγορὰν τῶν ὠνίων SIG799.22 (Cyzicus, i A.D.). 2 debase, νόμισμα, φιλοσοφίαν, Philostr.VA2.29. 3 alter, corrupt, τὴν ἄρχουσαν (sc. συλλαβήν) St.Byz.s.v. Μέγαρα, cf. Eust.1532.1. 4 lose, τὸ ε A.D.Synt.134.8; τὴν εὐθεῖαν lose its nominative force (of τύ), ib.15.13. II Pass., with pf. παρέφθορα: aor. 2 παρεφθάρην:—to be destroyed or spoilt, οἱ παρεφθαρμένοι στάχυες Ph.2.57; τῆς γῆς παρεφθορυίας Philostr. Her.10.4; παρεφθορὸς ὕδωρ Id.Im.2.5; παρεφθορὼς τὸ λογιστικόν demented, A.D. Synt.292.4; of character, ὑπό τινος -εφθορέναι Philostr.VS1.16.2. 2 to be lost, αἱ φωναὶ παραφθαρεῖσαι A.D.Adv.164.26 (but παραφθαρεὶς τὴν φωνήν having lost one's voice, Plu.2.848b). 3 become obsolete, τὰ τῆστοιαύτης χρήσεως παρεφθάρη A.D.Synt.139.25; περὶ παρεφθορυίας λέξεως, title of work by Didymus, Ath.9.368b; fall into desuetude, νόμος ἄρτι παρεφθάρη Lyd. Mag.2.15.
German (Pape)
[Seite 506] (s. φθείρω), leicht od. obenhin verderben, verfälschen, Jac. Philostr. Imagg. p. 426; παρεφθορυῖα λέξις, Ath. IX, 368 b, u. öfter bei Gramm.
French (Bailly abrégé)
pf. παρέφθορα;
Pass. ao.2 παρεφθάρην;
corrompre légèrement ou en partie : παραφθαρεὶς τὴν φώνην PLUT qui a une altération de la voix, qui balbutie.
Étymologie: παρά, φθείρω.
Greek (Liddell-Scott)
παραφθείρω: φθείρω ἐν μέρει, φθείρω κἄπως, Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 139, Τζέτζ. ΙΙ. Παθ., μετὰ πρκμ. παρέφθορα, ἐν μέρει φθείρομαι, καταστρέφομαι, παρεφθορυῖα γῆ Φιλόστρ. 711· π. ὕδωρ ὁ αὐτ. 815· παραφθαρεὶς τὴν φωνήν, ὁ ἀπολέσας τὴν φωνήν του, Πλούτ. 2. 848Β· παρεφθορότος τοῦ λογιστικοῦ Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 288· ἐπὶ χαρακτῆρος, Φιλόστρ. 501· ὁ Δίδυμος ἔγραψε ἐπὶ παρεφθορυίας λέξεως.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
φθείρω, νοθεύω κάπως, αλλοιώνω κατά τι, ιδίως προς το χειρότερο
μσν.
1. παθ. παραφθείρομαι
πέφτω σε αχρησία («νόμος ἄρτι παρεφθάρη» Ιω. Λυδ.)
2. αλλάζω, μεταβάλλω
3. μτφ. διαφθείρω τη συνείδηση κάποιου με διάφορα μέσα
μσν.-αρχ.
παθ. φθείρομαι κάπως, καταστρέφομαι εν μέρει, αφανίζομαι
αρχ.
1. παθ. (για χαρακτήρα) διαφθείρομαι
2. μέσ. χάνω κάτι («παραφθαρεις τήν φωνήν» (Πλούτ.)
3. (ενεργ. και παθ.) α) χάνομαι, έχω χαθεί
β) γίνομαι άχρηστος, πέφτω σε αχρηστία
4. αποβάλλω κάτι
5. εξευτελίζω, υποβιβάζω («παραφθείρειν φιλοσοφίαν», Φιλόστρ.).
Russian (Dvoretsky)
παραφθείρω: несколько портить, повреждать, расстраивать: παραφθαρεὶς τὴν φωνήν Plut. потеряв голос.