παρθενικός: Difference between revisions
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] wie [[παρθένιος]], jungfräulich, [[κόρη]], Epigr. bei Ath. II, 61 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] wie [[παρθένιος]], jungfräulich, [[κόρη]], Epigr. bei Ath. II, 61 b. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de jeune fille ; ἡ παρθενική, jeune fille vierge.<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρθενικός''': -ή, -όν, (ἴδε τὸ προηγ.), ὡς τὸ [[παρθένιος]], ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παρθένον, ὁ π. χιτὼν Πλουτ. Λυκούργ. Κ. Νουμ. Σύγκρ. 3, πρβλ. [[παρθένιος]]˙ γῆ π., ἐξ ἧς ἐπλάσθη ὁ Ἀδάμ, Ἐκκλ.: Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 5. 6. | |lstext='''παρθενικός''': -ή, -όν, (ἴδε τὸ προηγ.), ὡς τὸ [[παρθένιος]], ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παρθένον, ὁ π. χιτὼν Πλουτ. Λυκούργ. Κ. Νουμ. Σύγκρ. 3, πρβλ. [[παρθένιος]]˙ γῆ π., ἐξ ἧς ἐπλάσθη ὁ Ἀδάμ, Ἐκκλ.: Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 5. 6. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 08:05, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of or for a maiden, σκευή D.S.16.26; ὁ π. χιτών Plu.Comp. Lyc.Num.3; ἀνὴρ π. LXX Jl.1.8 (cf. παρθένιος 1.2); π. ἀνδριάς statue of a matron represented as a maiden, BMus.Inscr.1047; παρθενικὰ πράττειν Ael.VH12.1. II παρθενικόν, τό, = ἀρτεμισία, Ps.-Dsc.3.113.
German (Pape)
[Seite 521] wie παρθένιος, jungfräulich, κόρη, Epigr. bei Ath. II, 61 b.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de jeune fille ; ἡ παρθενική, jeune fille vierge.
Étymologie: παρθένος.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενικός: -ή, -όν, (ἴδε τὸ προηγ.), ὡς τὸ παρθένιος, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παρθένον, ὁ π. χιτὼν Πλουτ. Λυκούργ. Κ. Νουμ. Σύγκρ. 3, πρβλ. παρθένιος˙ γῆ π., ἐξ ἧς ἐπλάσθη ὁ Ἀδάμ, Ἐκκλ.: Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 5. 6.
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -ό / παρθενικός, -ή, -όν, ΝΑ παρθένος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παρθένο, σε κορίτσι, ο κοριτσίστικος
νεοελλ.
1. συνεκδ. αυτός που συμβαίνει ή γίνεται για πρώτη φορά («παρθενικό ταξίδι»)
2. μτφ. αγνός, ηθικός («όπου 'χε σαν παρθενικό τριαντάφυλλο το στόμα», Σολωμ.)
3. φρ. «παρθενικός υμένας»
ανατ. μεμβράνη που κλείνει, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο τέλεια, την είσοδο του κόλπου στις παρθένους και η οποία είναι συνήθως ημικυκλική, σπανιότερα κυκλική, και διατιτραίνεται από ένα ή δύο στόμια
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρθενική
ανύπαντρο κορίτσι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρθενικόν
το φυτό αρτεμισία
3. φρ. α) «παρθενικὴ νεῆνις» — παρθένος κόρη
β) «παρθενικά πράττειν» — το να εκτελεί, να κάνει κανείς έργα που αρμόζουν σε παρθένο
γ) «παρθενικὸς ανήρ» — ο σύζυγος παρθένου, ο πρώτος άντρας.
επίρρ...
παρθενικώς και -ά / παρθενικῶς, ΝΜ
με τρόπο που αρμόζει σε παρθένο.
Greek Monotonic
παρθενικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε παρθένα, αγνός, άσπιλος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
παρθενικός: девичий (χιτών Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρθενικός -ή -όν [παρθένος] meisjes-:; ὁ παρθενικὸς χιτών de meisjesjurk Plut. Num. 25.7; poët. subst. ἡ παρθενική meisje.
Middle Liddell
παρθενικός, ή, όν
of or for a maiden, Plut.