πρόσοιδα: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0774.png Seite 774]] s. [[προσείδω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0774.png Seite 774]] s. [[προσείδω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. *προσείδω, savoir en outre : χάριν, savoir en outre gré à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[οἶδα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόσοιδα''': πρκμ. [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος (ἴδε *[[εἴδω]] Β), [[οἶδα]], γινώσκω [[προσέτι]], προσειδέναι [[χάριν]], εἰδέναι [[χάριν]] [[προσέτι]], Ἀριστοφ. Σφ. 1420 (ὁ Δινδ. πρὸς εἰδ.), Πλάτ. Ἀπολ. 20Α. | |lstext='''πρόσοιδα''': πρκμ. [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος (ἴδε *[[εἴδω]] Β), [[οἶδα]], γινώσκω [[προσέτι]], προσειδέναι [[χάριν]], εἰδέναι [[χάριν]] [[προσέτι]], Ἀριστοφ. Σφ. 1420 (ὁ Δινδ. πρὸς εἰδ.), Πλάτ. Ἀπολ. 20Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:45, 2 October 2022
English (LSJ)
pf. without pres. in use (cf. Εἴδω), prop. know besides: only in phrase χάριν προσειδέναι be grateful besides, Pl.Ap.20a; χάριν προσείσομαι Ar.V.1420.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
v. *προσείδω, savoir en outre : χάριν, savoir en outre gré à qqn.
Étymologie: πρός, οἶδα.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσοιδα: πρκμ. ἄνευ ἐνεστῶτος (ἴδε *εἴδω Β), οἶδα, γινώσκω προσέτι, προσειδέναι χάριν, εἰδέναι χάριν προσέτι, Ἀριστοφ. Σφ. 1420 (ὁ Δινδ. πρὸς εἰδ.), Πλάτ. Ἀπολ. 20Α.
Greek Monolingual
Α
(παρακμ. ενός αμάρτυρου ενεστ.)
1. γνωρίζω και κάτι ακόμη
2. φρ. «χάριν προσειδέναι» — είμαι ακόμη μια φορά ευγνώμων σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οἶδα «γνωρίζω»].
Greek Monotonic
πρόσοιδα: παρακ. χωρίς ενεστ. (βλ. *εἴδω Β), γνωρίζω επιπλέον· προσειδέναι χάριν, οφείλω επιπλέον χάρη, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
πρόσοιδα: pf. к * προσείδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσ-οιδα perf. met fut. προσείσομαι: ook weten; alleen in vaste uitdr.. χάριν προσειδέναι bovendien dankbaar zijn Plat. Ap. 20a.
πρόσοιδα, perf. zonder praes., ook weten, alleen in uitdr.. χάριν προσειδέναι nog dankbaar zijn bovendien Plat. Ap. 20a.
Middle Liddell
[perf. without any pres. in use] [v. *εἴδω B]
to know besides; προσειδέναι χάριν to owe thanks besides, Ar., Plat.