σάγος: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0857.png Seite 857]] ὁ, ein grober Mantel, Soldatenmantel, sagum, Polyb. 2, 28, 7. 30, 1 u. öfter; das Wort soll gallisch od. celtiberisch sein. Vgl. aber [[σάγη]], [[σάκος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0857.png Seite 857]] ὁ, ein grober Mantel, Soldatenmantel, sagum, Polyb. 2, 28, 7. 30, 1 u. öfter; das Wort soll gallisch od. celtiberisch sein. Vgl. aber [[σάγη]], [[σάκος]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />saie <i>ou</i> sayon, casaque ; manteau de soldat <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' DELG emprunté au <i>lat.</i> sagus, sagum, qui l'a emprunté aux Gaulois ou aux Espagnols.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σάγος''': [ᾰ], ὁ, χονδρὸς μανδύας, [[ἐπανωφόριον]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Γαλάταις, τὰς ἀναξυρίδας ἔχοντες καὶ τοὺς εὐπετεῖς τῶν σάγων περὶ ἑαυτοὺς ἐξέταξαν Πολύβ. 2. 28, 7., 7. 30, 1, Διόδ. 5. 30· παρὰ τοῖς Ἱσπανοῖς, Ἀππ. Ἰβηρ. 42· μανδύας [[στρατιωτικός]], Λατ. sagum, Πλούτ. 2, 201C.<br />(Λέγεται ὅτι [[εἶναι]] [[λέξις]] Γαλατικὴ ἢ Κελτιβηρική· ἀλλὰ φαίνεται συγγενὴς τοῖς [[σάγη]], [[σάγμα]], [[σάκος]], [[σάκκος]], [[σάττω]]. - Καθ’ Ἡσύχ.; «[[σάγος]]· [[μέρος]] τι τῆς πανοπλίας».
|lstext='''σάγος''': [ᾰ], ὁ, χονδρὸς μανδύας, [[ἐπανωφόριον]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Γαλάταις, τὰς ἀναξυρίδας ἔχοντες καὶ τοὺς εὐπετεῖς τῶν σάγων περὶ ἑαυτοὺς ἐξέταξαν Πολύβ. 2. 28, 7., 7. 30, 1, Διόδ. 5. 30· παρὰ τοῖς Ἱσπανοῖς, Ἀππ. Ἰβηρ. 42· μανδύας [[στρατιωτικός]], Λατ. sagum, Πλούτ. 2, 201C.<br />(Λέγεται ὅτι [[εἶναι]] [[λέξις]] Γαλατικὴ ἢ Κελτιβηρική· ἀλλὰ φαίνεται συγγενὴς τοῖς [[σάγη]], [[σάγμα]], [[σάκος]], [[σάκκος]], [[σάττω]]. - Καθ’ Ἡσύχ.; «[[σάγος]]· [[μέρος]] τι τῆς πανοπλίας».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />saie <i>ou</i> sayon, casaque ; manteau de soldat <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' DELG emprunté au <i>lat.</i> sagus, sagum, qui l'a emprunté aux Gaulois ou aux Espagnols.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάγος Medium diacritics: σάγος Low diacritics: σάγος Capitals: ΣΑΓΟΣ
Transliteration A: ságos Transliteration B: sagos Transliteration C: sagos Beta Code: sa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, coarse cloak, plaid, used by the Gauls, Plb.2.28.7, 2.30.1, D.S.5.30; by the Spaniards, App.Hisp.42; soldier's cloak, Lat. sagum, Plu.2.201c; σ. Ἀρσινοϊτικοί Peripl.M.Rubr.8; σ. Γαλλικός, Ἆφρος, Edict.Diocl.19.60,61; simply cloak or perhaps blanket, POxy.1051.20 (iii A.D.); horse-cloth, Hippiatr.99 (so Lat. sagum, Cod.Theod.8.5.50, al.).

German (Pape)

[Seite 857] ὁ, ein grober Mantel, Soldatenmantel, sagum, Polyb. 2, 28, 7. 30, 1 u. öfter; das Wort soll gallisch od. celtiberisch sein. Vgl. aber σάγη, σάκος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
saie ou sayon, casaque ; manteau de soldat en gén.
Étymologie: DELG emprunté au lat. sagus, sagum, qui l'a emprunté aux Gaulois ou aux Espagnols.

Greek (Liddell-Scott)

σάγος: [ᾰ], ὁ, χονδρὸς μανδύας, ἐπανωφόριον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Γαλάταις, τὰς ἀναξυρίδας ἔχοντες καὶ τοὺς εὐπετεῖς τῶν σάγων περὶ ἑαυτοὺς ἐξέταξαν Πολύβ. 2. 28, 7., 7. 30, 1, Διόδ. 5. 30· παρὰ τοῖς Ἱσπανοῖς, Ἀππ. Ἰβηρ. 42· μανδύας στρατιωτικός, Λατ. sagum, Πλούτ. 2, 201C.
(Λέγεται ὅτι εἶναι λέξις Γαλατικὴ ἢ Κελτιβηρική· ἀλλὰ φαίνεται συγγενὴς τοῖς σάγη, σάγμα, σάκος, σάκκος, σάττω. - Καθ’ Ἡσύχ.; «σάγος· μέρος τι τῆς πανοπλίας».

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μσν.
υφασμάτινο κάλυμμα υποζυγίου, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι ή τη σέλα υποζυγίου, κασάς
αρχ.
1. χρωματιστός μάλλινος μανδύας τών Γαλατών
2. μανδύας τών Ισπανών
3. στρατιωτικός μανδύας
4. πιθ. μάλλινο κλινοσκέπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sagum «είδος μανδύα», λ. πιθ. κελτικής προέλευσης].

Greek Monotonic

σάγος: [ᾰ], ὁ, χοντρός στρατιωτικός μανδύας, πανωφόρι, επενδύτης που φορούσαν οι Γαλάτες, σε Πολύβ. (πιθ. Γαλατική λέξη).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σάγος -ου, ὁ [Lat. sagus] soldatenmantel.

Russian (Dvoretsky)

σάγος: (ᾰ) ὁ (лат. sagum) толстый плащ Polyb., Diod., тж. солдатский плащ Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: woollen cloak, soldier's cloak, a.o. used by Gallians, Hispanics (Plb., D. S., App. a.o.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Celt.
Etymology: From Lat. sagus, -um id. (Celt. LW [loanword]; s. W.-Hofmann s.v. w. lit.).

Middle Liddell

σᾰ́γος, ὁ,
a coarse cloak, used by the Gauls, Polyb. [Perh. a Gallic word.]

Frisk Etymology German

σάγος: {ságos}
Grammar: m.
Meaning: wollener Mantel, Soldatenmantel, u.a. von Galliern, Hispaniern benutzt (Plb., D. S., App. u.a.).
Etymology: Aus lat. sagus, -um ib. (kelt. LW; s. W.-Hofmann s.v. m. Lit.).
Page 2,670