στέγασμα: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] τό, alles Bedeckende, Bedeckung; von σκεπάσματα unterschieden, u. daher στεκτικὸς ῥευμάτων erklärt, Plat. Polit. 279 d; Dach, Critia. 111 c; Xen. An. 1, 5, 10, wo Krüger σκεπάσματα aufgenommen hat.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] τό, alles Bedeckende, Bedeckung; von σκεπάσματα unterschieden, u. daher στεκτικὸς ῥευμάτων erklärt, Plat. Polit. 279 d; Dach, Critia. 111 c; Xen. An. 1, 5, 10, wo Krüger σκεπάσματα aufgenommen hat.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />abri.<br />'''Étymologie:''' [[στεγάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στέγασμα''': τό, πᾶν τὸ καλύπτον ἢ προφυλάττον τι, [[σκέπη]], [[κάλυμμα]], Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1. 2) [[στέγη]], Λατιν. tectum, ἀντίθετον τῷ [[σκέπασμα]], Πλάτ. Πολιτικ. 279D, πρβ. Κριτί. 111C.
|lstext='''στέγασμα''': τό, πᾶν τὸ καλύπτον ἢ προφυλάττον τι, [[σκέπη]], [[κάλυμμα]], Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1. 2) [[στέγη]], Λατιν. tectum, ἀντίθετον τῷ [[σκέπασμα]], Πλάτ. Πολιτικ. 279D, πρβ. Κριτί. 111C.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />abri.<br />'''Étymologie:''' [[στεγάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέγασμα Medium diacritics: στέγασμα Low diacritics: στέγασμα Capitals: ΣΤΕΓΑΣΜΑ
Transliteration A: stégasma Transliteration B: stegasma Transliteration C: stegasma Beta Code: ste/gasma

English (LSJ)

ατος, τό, A anything which covers or shelters, covering, X.An.1.5.10 (pl.); ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Antiph. 181; σ. ὤας ἢ διφθέρας SIG1259.5 (Athens, iv B.C.); τὰ σ. τοῖς πλοίοις awnings, PCair.Zen.53.7 (iii B.C.). 2 roof, opp. σκέπασμα, Pl.Plt.279d, cf. Criti.111c.

German (Pape)

[Seite 932] τό, alles Bedeckende, Bedeckung; von σκεπάσματα unterschieden, u. daher στεκτικὸς ῥευμάτων erklärt, Plat. Polit. 279 d; Dach, Critia. 111 c; Xen. An. 1, 5, 10, wo Krüger σκεπάσματα aufgenommen hat.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
abri.
Étymologie: στεγάζω.

Greek (Liddell-Scott)

στέγασμα: τό, πᾶν τὸ καλύπτον ἢ προφυλάττον τι, σκέπη, κάλυμμα, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1. 2) στέγη, Λατιν. tectum, ἀντίθετον τῷ σκέπασμα, Πλάτ. Πολιτικ. 279D, πρβ. Κριτί. 111C.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ στεγάζω
σκέπη, κάλυμμα, καθετί που σκεπάζει ή προφυλάσσει κάτι
νεοελλ.
1. η στέγαση, η εγκατάσταση σε σπίτι
2. το στέγαστρο
αρχ.
φρ. «τὰ στεγάσματα τοῖς πλοίοις» — τα σκεπάσματα, οι τέντες πάπ..

Greek Monotonic

στέγασμα: -ατος, τό (στεγάζω), οτιδήποτε κατάλληλο για κάλυψη, σκέπαστρο, σε Ξεν.· σκεπή, Λατ. tectum, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

στέγασμα: ατος τό
1) крыша, кровля Xen., Plat.;
2) кров, жилье (κεράμεα στεγάσματα Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέγασμα -ατος, τό [στεγάζω] bedekking; spec. dak. Plat. Plt. 279d.

Middle Liddell

στέγασμα, ατος, τό, στεγάζω
anything which covers, a covering, Xen.:— a roof, Lat. tectum, Plat.

English (Woodhouse)

covering, that which gives shelter

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)