συναναστρέφω: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1000.png Seite 1000]] mit oder zugleich zurückkehren, Plut. Galb. 10. – Pass. mit Einem umgehen, τινί, Plut. Lyc. 17. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1000.png Seite 1000]] mit oder zugleich zurückkehren, Plut. Galb. 10. – Pass. mit Einem umgehen, τινί, Plut. Lyc. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> revenir ensemble en arrière;<br /><b>2</b> avoir des relations avec, vivre parmi;<br /><i><b>Moy.</b></i> συναναστρέφομαι (<i>ao.</i> συνανεστρεψάμην, <i>ao.2 Pass.</i> συνανεστράφην);<br /><b>1</b> avoir des relations avec, vivre parmi;<br /><b>2</b> lutter avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναστρέφω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναναστρέφω''': ἀναστρέφομαι, στρέφομαι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] [[ὁμοῦ]], ἀμεταβ., Πλουτ. Γάλβ. 10. 25. ΙΙ. Παθ καὶ μέσ., ὡς καὶ νῦν, ἀναστρέφομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Διόδ. 8. 58, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17˙ καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 168D. 2) [[ἀγωνίζομαι]] κατά τινος, συνανεστράφην τῇ ἀδελφῇ μου καὶ ἠδυνάσθην Ἑβδ. (Γέν. Λ΄, 8). | |lstext='''συναναστρέφω''': ἀναστρέφομαι, στρέφομαι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] [[ὁμοῦ]], ἀμεταβ., Πλουτ. Γάλβ. 10. 25. ΙΙ. Παθ καὶ μέσ., ὡς καὶ νῦν, ἀναστρέφομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Διόδ. 8. 58, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17˙ καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 168D. 2) [[ἀγωνίζομαι]] κατά τινος, συνανεστράφην τῇ ἀδελφῇ μου καὶ ἠδυνάσθην Ἑβδ. (Γέν. Λ΄, 8). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:44, 2 October 2022
English (LSJ)
A turn back together, intr., J.BJ5.2.2, Plu.Galb.10, 25. II Pass. and Med., live together, associate with, τινι D.S.3.58, Plu.Lyc.17, Hierocl.p.58 A.; τοῖς πολίταις καλῶς SIG534.8 (Delph., iii B.C.); μοχθηρῶς φίλοις Carneisc.Herc.1027.13, cf. Phld.Rh.1.377 S.:—so in Act., Agatharch.42. 2 wrestle with, τινι LXX Ge. 30.8.
German (Pape)
[Seite 1000] mit oder zugleich zurückkehren, Plut. Galb. 10. – Pass. mit Einem umgehen, τινί, Plut. Lyc. 17.
French (Bailly abrégé)
1 revenir ensemble en arrière;
2 avoir des relations avec, vivre parmi;
Moy. συναναστρέφομαι (ao. συνανεστρεψάμην, ao.2 Pass. συνανεστράφην);
1 avoir des relations avec, vivre parmi;
2 lutter avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀναστρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
συναναστρέφω: ἀναστρέφομαι, στρέφομαι πρὸς τὰ ὀπίσω ὁμοῦ, ἀμεταβ., Πλουτ. Γάλβ. 10. 25. ΙΙ. Παθ καὶ μέσ., ὡς καὶ νῦν, ἀναστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Διόδ. 8. 58, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17˙ καὶ οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 168D. 2) ἀγωνίζομαι κατά τινος, συνανεστράφην τῇ ἀδελφῇ μου καὶ ἠδυνάσθην Ἑβδ. (Γέν. Λ΄, 8).
Greek Monolingual
ΜΑ
βλ. συναναστρέφομαι.
Greek Monotonic
συναναστρέφω: μέλ. -ψω,
I. στρέφομαι προς τα πίσω, αναστρέφομαι από κοινού, αμτβ., σε Πλούτ.
II. Παθ. και Μέσ., ζω μαζί με ή ανάμεσα σε άλλους, με δοτ., στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
συναναστρέφω:
1) вместе поворачивать назад, возвращаться Plut.;
2) med.-pass. (aor. 2 συνανεστράφην) находиться в связи, жить вместе, общаться (τινί Diod., Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αναστρέφω act. intrans. samen terugkeren, samen teruggaan. med.-pass. omgaan (met), omgang hebben (met), met dat. Plut. Lyc. 17.1
Middle Liddell
fut. ψω
I. to turn back together, intr., Plut.
II. Pass. and Mid. to live along with or among others, c. dat., Plut.