φωστήρ: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1323.png Seite 1323]] ῆρος, ὁ, der Licht Gebende, Erleuchtende, Erhellende, LXX. u. Sp., wie λόγων καὶ νόμων φ. Pallad. in Paralip. 140 (XI, 389); οἱ φωστῆρες, die Himmelslichter, die Sterne, Constant. Rhod. ep. in Paralip. 203 (XV, 17). – Auch, wie φῶς, Thür od. Fenster, durch welche das Licht einfällt, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1323.png Seite 1323]] ῆρος, ὁ, der Licht Gebende, Erleuchtende, Erhellende, LXX. u. Sp., wie λόγων καὶ νόμων φ. Pallad. in Paralip. 140 (XI, 389); οἱ φωστῆρες, die Himmelslichter, die Sterne, Constant. Rhod. ep. in Paralip. 203 (XV, 17). – Auch, wie φῶς, Thür od. Fenster, durch welche das Licht einfällt, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> ce qui donne la lumière, ce qui illumine;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> corps céleste lumineux, étoile, astre;<br /><b>3</b> éclat, lumière.<br />'''Étymologie:''' [[φῶς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φωστήρ''': ῆρος, ὁ, (φῶς, [[φώσκω]]), ὁ φωτίζων, ὁ πέμπων φῶς, λόγων καὶ νόμων Ἀνθ. Παλατ. 11. 359, πρβλ. Χρησμ. Σιβ. 8. 230· ― οἱ φωστῆρες, οἱ ἐν τῷ οὐρανῷ φωτίζοντες, οἱ ἀστέρες, Ἀνθ. Παλατ. 15. 17, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.· ἐπὶ βασιλέως, τῷ φ. τῷ ἡμετέρῳ Θεμίστ. 204C· ὁ φ. τῆς οἰκουμένης Ἄννα Κομν. 381. ΙΙ. μεταφορ., [[ἄνοιγμα]] ἢ ὀπὴ φωτός, [[φωταγωγός]], «[[φεγγίτης]]», [[θύρα]] ἢ παράθυρον, «[[φωστήρ]], θυρὶς» Ἡσύχ.: ὥς τινες καὶ τὸ fenestra (festra) ἠθέλησαν νὰ ἐτυμολογήσωσιν ἐκ τοῦ [[φάος]]. | |lstext='''φωστήρ''': ῆρος, ὁ, (φῶς, [[φώσκω]]), ὁ φωτίζων, ὁ πέμπων φῶς, λόγων καὶ νόμων Ἀνθ. Παλατ. 11. 359, πρβλ. Χρησμ. Σιβ. 8. 230· ― οἱ φωστῆρες, οἱ ἐν τῷ οὐρανῷ φωτίζοντες, οἱ ἀστέρες, Ἀνθ. Παλατ. 15. 17, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.· ἐπὶ βασιλέως, τῷ φ. τῷ ἡμετέρῳ Θεμίστ. 204C· ὁ φ. τῆς οἰκουμένης Ἄννα Κομν. 381. ΙΙ. μεταφορ., [[ἄνοιγμα]] ἢ ὀπὴ φωτός, [[φωταγωγός]], «[[φεγγίτης]]», [[θύρα]] ἢ παράθυρον, «[[φωστήρ]], θυρὶς» Ἡσύχ.: ὥς τινες καὶ τὸ fenestra (festra) ἠθέλησαν νὰ ἐτυμολογήσωσιν ἐκ τοῦ [[φάος]]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 10:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A that which gives light, οἱ φωστῆρες = the lights of heaven, stars, LXXGe.14, al., Simp. in Epict.p.72 D.; οἱ δύο φωστῆρες, i.e. sun and moon, ibid., cf. Procl.Hyp.4.72, etc.; φαίνεσθε ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ Ep.Phil.2.15. 2 splendour, radiance, ὁ φ. αὐτῆς ὅμοιος λίθῳ τιμιωτάτῳ Apoc.21.11. 3 metaph., of a king, τῷ φ. τῷ ἡμετέρῳ Them.Or.16.204c. 4 of the eyes, Vett.Val.110.22. II opening for light, door or window, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1323] ῆρος, ὁ, der Licht Gebende, Erleuchtende, Erhellende, LXX. u. Sp., wie λόγων καὶ νόμων φ. Pallad. in Paralip. 140 (XI, 389); οἱ φωστῆρες, die Himmelslichter, die Sterne, Constant. Rhod. ep. in Paralip. 203 (XV, 17). – Auch, wie φῶς, Thür od. Fenster, durch welche das Licht einfällt, Sp.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 ce qui donne la lumière, ce qui illumine;
2 particul. corps céleste lumineux, étoile, astre;
3 éclat, lumière.
Étymologie: φῶς.
Greek (Liddell-Scott)
φωστήρ: ῆρος, ὁ, (φῶς, φώσκω), ὁ φωτίζων, ὁ πέμπων φῶς, λόγων καὶ νόμων Ἀνθ. Παλατ. 11. 359, πρβλ. Χρησμ. Σιβ. 8. 230· ― οἱ φωστῆρες, οἱ ἐν τῷ οὐρανῷ φωτίζοντες, οἱ ἀστέρες, Ἀνθ. Παλατ. 15. 17, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.· ἐπὶ βασιλέως, τῷ φ. τῷ ἡμετέρῳ Θεμίστ. 204C· ὁ φ. τῆς οἰκουμένης Ἄννα Κομν. 381. ΙΙ. μεταφορ., ἄνοιγμα ἢ ὀπὴ φωτός, φωταγωγός, «φεγγίτης», θύρα ἢ παράθυρον, «φωστήρ, θυρὶς» Ἡσύχ.: ὥς τινες καὶ τὸ fenestra (festra) ἠθέλησαν νὰ ἐτυμολογήσωσιν ἐκ τοῦ φάος.
English (Strong)
from φῶς; an illuminator, i.e. (concretely) a luminary, or (abstractly) brilliancy: light.
English (Thayer)
φωστηρος, ὁ (φῶς, φώσκω);
1. that which gives light, an illuminator (Vulg. luminar): of the stars (luminaries), Heliodorus 2,24; (Anthol. Pal. 15,17; of sun and moon, Test xii. Patr. test. Levi 14); ecclesiastical writings.)
2. light, brightness: Anthol. 11,359) (others refer this to 1; cf. Trench, § xlvi.).
Greek Monotonic
φωστήρ: -ῆρος, ὁ (φῶς), αυτό που δίνει φως, φωτοδότης, σε Ανθ.· οἱφωστῆρες, τα φώτα του παραδείσου, άστρα, στο ίδ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
φωστήρ: ῆρος ὁ небесное светило Anth.; перен. светило, светоч (λόγων καὶ τῶν νόμων Anth.).
Middle Liddell
φωστήρ, ῆρος, ὁ, [φῶς]
that which gives light, an illuminator, Anth.:— οἱ φωστῆρες the lights of heaven, stars, Anth., NTest.
Chinese
原文音譯:fwst»r 賀士帖而
詞類次數:名詞(2)
原文字根:光體 相當於: (מָאֹור)
字義溯源:發光體,星,明光,光輝,光,光度,光亮;源自(φῶς)=光),而 (φῶς)出自(φαῦλος)X*=照耀,顯示)
出現次數:總共(2);腓(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 光輝(1) 啓21:11;
2) 明光(1) 腓2:15