ἀμύητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0130.png Seite 130]] 1) uneingeweiht, Andoc. 1, 11; καὶ [[ἀτέλεστος]] Plat. Phaed. 69 c; in die Liebesmvsterien, Strat. 47. 53 (XII, 205. 211). – 2) ungeschlossen, Plat. Gorg. 493 b, in einem Wortspiele.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0130.png Seite 130]] 1) uneingeweiht, Andoc. 1, 11; καὶ [[ἀτέλεστος]] Plat. Phaed. 69 c; in die Liebesmvsterien, Strat. 47. 53 (XII, 205. 211). – 2) ungeschlossen, Plat. Gorg. 493 b, in einem Wortspiele.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non initié aux mystères, profane.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μυέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμύητος''': -ον, ὁ μὴ μεμυημένος, [[ἀνόσιος]], [[βέβηλος]], Ἀνδοκ. 2. 38· Λυσ. 107. 38· ἀμ. καὶ [[ἀτέλεστος]] Πλάτ. Φαίδ. 69C: μ. γεν., ἀμ. Ἀφροδίτης, ὁ μὴ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὰ μυστήρια τῆς Ἀφροδίτης, Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 14. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Γοργ. 493Α, Β, ἡ [[λέξις]] ἔχει δευτερεύουσάν τινα ἔννοιαν, ὡς εἰ ἠτυμολογεῖτο ἐκ τοῦ μύω, δηλ. ὁ μὴ δυνάμενος μύειν, «ὅ ἐστ. ὁ μὴ [[στεγανός]], ὡς [[πίθος]] τετρημένος [[ὅστις]] στάζει.
|lstext='''ἀμύητος''': -ον, ὁ μὴ μεμυημένος, [[ἀνόσιος]], [[βέβηλος]], Ἀνδοκ. 2. 38· Λυσ. 107. 38· ἀμ. καὶ [[ἀτέλεστος]] Πλάτ. Φαίδ. 69C: μ. γεν., ἀμ. Ἀφροδίτης, ὁ μὴ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὰ μυστήρια τῆς Ἀφροδίτης, Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 14. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Γοργ. 493Α, Β, ἡ [[λέξις]] ἔχει δευτερεύουσάν τινα ἔννοιαν, ὡς εἰ ἠτυμολογεῖτο ἐκ τοῦ μύω, δηλ. ὁ μὴ δυνάμενος μύειν, «ὅ ἐστ. ὁ μὴ [[στεγανός]], ὡς [[πίθος]] τετρημένος [[ὅστις]] στάζει.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non initié aux mystères, profane.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μυέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμύητος Medium diacritics: ἀμύητος Low diacritics: αμύητος Capitals: ΑΜΥΗΤΟΣ
Transliteration A: amýētos Transliteration B: amyētos Transliteration C: amyitos Beta Code: a)mu/htos

English (LSJ)

ον, A uninitiated, profane, And.1.12, Lys.6.51; ἀ. καὶ ἀτέλεστος Pl.Phd.69c: c. gen., ἀ. Ἀφροδίτης not admitted into mysteries of Aphrodite, Aristaenet.1.14; ὠδίνων, of Artemis, Orph.H.36.4. 2 μυήσεις ἀ. no true initiations, Ph.1.156. II not closed, open, Philostr.Gym.29 codd.; with play on both meanings, leaky, Pl.Grg. 493a, 493b.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): cret. ἀμύω- ICr.4.14b (Gortina)
I 1no iniciado en los misterios eleusinos, And.Myst.12, Lys.6.51, Pl.Phd.69c, Arist.Rh.1405a20
en gener. IG 5(1).1390.36 (Mesenia I a.C.), Luc.Salt.15, Nau.11, Artem.2.39, D.S.3.62, Plu.2.418d
prov. Ἑρμής ἀμύητος irón. de la persona muy experta en algo, Diogenian.1.4.63.
2 fig. abs. no iniciado en el conocimiento filosófico, Pl.Tht.155e, τοὺς ἀνοήτους ἀμυήτους (ὠνόμασε) Philol.B 14, de los no bautizados, Cyr.Al.M.74.512B
c. gen. no iniciado, desconocedor, profano κώμων AP 5.112 (Phld.), ἀ. Ἀφροδίτης no iniciado en el amor Aristaenet.1.14.11, cf. Ach.Tat.5.26.10, ὠδίνων de Ártemis, Orph.H.36.4, τῆς συνήθους παιδείας Erot.Fr.Pap.Parth.7, cf. Ph.1.206, τῶν πραγμάτων SB 7268 (II a.C.), θαλάμων ἀ. soltero, IGBulg.12.220.3 (Odesos I/II a.C.), cf. Orác. en Didyma 501.7, ἔρωτος de Atenea, Orác. en ZPE 8.94.12 (Dídima), Opp.C.1.34, Isid.Pel.Ep.M.78.868B, τῆς θεωρίας Vett.Val.238.24, τῶν νέρθεν Heraclit.All.34, de los que ignoran la Escritura, Hippol.Haer.5.8
neutr. plu. como adv. οὐκ ἀμύητα γελᾷ AP 12.205 (Strat.).
II que es iniciación profana μυήσεις Ph.1.156, Clem.Al.Prot.2.22.3.

German (Pape)

[Seite 130] 1) uneingeweiht, Andoc. 1, 11; καὶ ἀτέλεστος Plat. Phaed. 69 c; in die Liebesmvsterien, Strat. 47. 53 (XII, 205. 211). – 2) ungeschlossen, Plat. Gorg. 493 b, in einem Wortspiele.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non initié aux mystères, profane.
Étymologie: , μυέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμύητος: -ον, ὁ μὴ μεμυημένος, ἀνόσιος, βέβηλος, Ἀνδοκ. 2. 38· Λυσ. 107. 38· ἀμ. καὶ ἀτέλεστος Πλάτ. Φαίδ. 69C: μ. γεν., ἀμ. Ἀφροδίτης, ὁ μὴ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὰ μυστήρια τῆς Ἀφροδίτης, Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 14. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Γοργ. 493Α, Β, ἡ λέξις ἔχει δευτερεύουσάν τινα ἔννοιαν, ὡς εἰ ἠτυμολογεῖτο ἐκ τοῦ μύω, δηλ. ὁ μὴ δυνάμενος μύειν, «ὅ ἐστ. ὁ μὴ στεγανός, ὡς πίθος τετρημένος ὅστις στάζει.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμύητος, -ον)
ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, αμυσταγώγητος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστικά μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, ακατατόπιστος, ανίδεος
αρχ.
1. (στον Πλάτ.) αυτός που παρουσιάζει διαρροή, ο μη στεγανός
2. (στους εκκλ. συγγραφείς) αυτός που αποδέχθηκε το δόγμα, αλλά δεν βαφτίστηκε ακόμη, ο κατηχούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μυῶ.
ΠΑΡ. αμυησία].

Greek Monotonic

ἀμύητος: -ον (μυέω),
I. μη μυημένος, ανόσιος, βέβηλος, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. στον Γοργ. του Πλάτ. όπως αν προερχόταν από το μύω = οὐ δυνάμενος μύειν, ο αδύνατος να συγκρατήσει, αυτός που παρουσιάζει διαρροή, που στάζει.

Russian (Dvoretsky)

ἀμύητος: μυέω непосвященный (в религиозные таинства) Lys., Arph., Plat., Plut., Anth.
μύω плохо закрытый, дырявый, имеющий течь (ὡς πίθος τετρημένος Plat.).

Middle Liddell

μυέω
I. uninitiated, Plat., etc.
II. in Plat. Gorg. as if from μύω, = οὐ δυνάμενος μύειν, unable to keep close, leaky.

English (Woodhouse)

one not initiated

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)