ἀνυπόθετος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] 1) nicht untergeschoben? – 2) ohne Voraussetzung, absolut, ἐπ' ἀρχὴν ἀνυπόθετον ἐξ ὑποθέσεως ὶέναι Plat. Rep. VI, 510 b 611 b; Plut. – 3) ohne Grundlage, Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0266.png Seite 266]] 1) nicht untergeschoben? – 2) ohne Voraussetzung, absolut, ἐπ' ἀρχὴν ἀνυπόθετον ἐξ ὑποθέσεως ὶέναι Plat. Rep. VI, 510 b 611 b; Plut. – 3) ohne Grundlage, Plut.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans fondement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὑποτίθημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνυπόθετος''': -ον, ὁ μὴ [[ὑποθετικός]], ὁ μὴ ὁριζόμενος ὑπὸ ὅρων καὶ περιστάσεων, [[ἀπόλυτος]], ἀρχὴ Πλάτ. Πολ. 510Β· τὸ ἀνυπόθετον [[αὐτόθι]] 511Β· κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] θεμελίου ἢ βάσεως, Πλούτ. 2. 358F: - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως [[αὐτόθι]] 399Β.
|lstext='''ἀνυπόθετος''': -ον, ὁ μὴ [[ὑποθετικός]], ὁ μὴ ὁριζόμενος ὑπὸ ὅρων καὶ περιστάσεων, [[ἀπόλυτος]], ἀρχὴ Πλάτ. Πολ. 510Β· τὸ ἀνυπόθετον [[αὐτόθι]] 511Β· κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] θεμελίου ἢ βάσεως, Πλούτ. 2. 358F: - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως [[αὐτόθι]] 399Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans fondement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὑποτίθημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυπόθετος Medium diacritics: ἀνυπόθετος Low diacritics: ανυπόθετος Capitals: ΑΝΥΠΟΘΕΤΟΣ
Transliteration A: anypóthetos Transliteration B: anypothetos Transliteration C: anypothetos Beta Code: a)nupo/qetos

English (LSJ)

ον, A not hypothetical, unconditioned, absolute, ἀρχή Pl.R.510b, cf. Phld. D.1.19; τὸ ἀ. Pl.R.511b, al. Adv. -τως not hypothetically, Plu.2.399b. II without foundation, ib.358f.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no está condicionado, absoluto, ἀρχή Pl.R.510b, Phld.D.1.19, cf. POxy.3219.fr.19.4 (II d.C.), del principio de contradicción, Arist.Metaph.1005b14, cf. Alex.Aphr.in Metaph.269.2
subst. τὸ ἀ. lo no hipotético Pl.R.511b.
2 que no tiene base οἱ ἀράχναι ... [ἀπ] αρχὰς ἀνυποθέτους ὑφαίνουσι las arañas construyen sus telas sin base Plu.2.358f.
3 que no se puede hipotecar de un campo heredado TAM 2.261b.16, PMasp.309.34 (biz.), PMichael.42A.28.
II adv. -ως sin fundamento λέγειν Plu.2.399b.

German (Pape)

[Seite 266] 1) nicht untergeschoben? – 2) ohne Voraussetzung, absolut, ἐπ' ἀρχὴν ἀνυπόθετον ἐξ ὑποθέσεως ὶέναι Plat. Rep. VI, 510 b 611 b; Plut. – 3) ohne Grundlage, Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fondement.
Étymologie: , ὑποτίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπόθετος: -ον, ὁ μὴ ὑποθετικός, ὁ μὴ ὁριζόμενος ὑπὸ ὅρων καὶ περιστάσεων, ἀπόλυτος, ἀρχὴ Πλάτ. Πολ. 510Β· τὸ ἀνυπόθετον αὐτόθι 511Β· κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἄνευ θεμελίου ἢ βάσεως, Πλούτ. 2. 358F: - οὕτως ἐπίρρ. -τως αὐτόθι 399Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνυπόθετος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τον υποθέσει, παράλογος
αρχ.
1. απόλυτος, αυτός που ισχύει χωρίς όρους και προϋποθέσεις («ἀνυπόθετος ἀρχή», Πλάτων)
2. αβάσιμος, ανυπόστατος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυπόθετος:
1) не предположительный, т. е. безусловный, абсолютный (ἀρχή Plat., Arst.);
2) лишенный оснований Plut.