ἀπισχυρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0292.png Seite 292]] 1) dep. med., sich standhaft weigern, verweigern, Thuc. 1, 140, Ggstz συγχωρεῖν; Plut. [[πρός]] τινα Oth. 16. – 2) sich fest an etwas halten, τι νός, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0292.png Seite 292]] 1) dep. med., sich standhaft weigern, verweigern, Thuc. 1, 140, Ggstz συγχωρεῖν; Plut. [[πρός]] τινα Oth. 16. – 2) sich fest an etwas halten, τι νός, Sp.
}}
{{bailly
|btext=s'opposer fortement à, tenir ferme, ne pas céder.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], ἰσχυρίζομαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπισχῡρίζομαι''': ἀποθ., ἐπιμόνως ἐναντιοῦμαι, [[ἄντικρυς]] ἀρνοῦμαι, οἷς εἰ ξυγχωρήσετε. καὶ [[ἄλλο]] τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε..., ἀπισχυρισάμενοι δὲ σαφὲς ἂν καταστήσαιτε αὐτοῖς Θουκ. 1. 140· πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλουτ. Ἆγις 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[διισχυρίζομαι]], [[ἐπιμένω]], Εὐστ. 1278. 23, κτλ., Συνέσ. 167D· ἀναγινώσκεται δὲ ὑπὸ Δινδ. ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Πλ. 1097 ἀντὶ [[ἐπισχυρίζομαι]]: ― Ἐπίρρ., ἀπισχυριστικῶς, θετικῶς, [[διαρρήδην]], Εὐστ. 1861. 41.
|lstext='''ἀπισχῡρίζομαι''': ἀποθ., ἐπιμόνως ἐναντιοῦμαι, [[ἄντικρυς]] ἀρνοῦμαι, οἷς εἰ ξυγχωρήσετε. καὶ [[ἄλλο]] τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε..., ἀπισχυρισάμενοι δὲ σαφὲς ἂν καταστήσαιτε αὐτοῖς Θουκ. 1. 140· πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλουτ. Ἆγις 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[διισχυρίζομαι]], [[ἐπιμένω]], Εὐστ. 1278. 23, κτλ., Συνέσ. 167D· ἀναγινώσκεται δὲ ὑπὸ Δινδ. ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Πλ. 1097 ἀντὶ [[ἐπισχυρίζομαι]]: ― Ἐπίρρ., ἀπισχυριστικῶς, θετικῶς, [[διαρρήδην]], Εὐστ. 1861. 41.
}}
{{bailly
|btext=s'opposer fortement à, tenir ferme, ne pas céder.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], ἰσχυρίζομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:26, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπισχῡρίζομαι Medium diacritics: ἀπισχυρίζομαι Low diacritics: απισχυρίζομαι Capitals: ΑΠΙΣΧΥΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apischyrízomai Transliteration B: apischyrizomai Transliteration C: apischyrizomai Beta Code: a)pisxuri/zomai

English (LSJ)

A oppose firmly, give a flat denial, πρός τινα Th.1.140, cf. Plu.Per.31; πρὸς τὰς ἡδονάς Id.Agis 4,al.; hold out against, πρὸς δίψος Them.Or.11.149c. II set oneself to affirm, maintain a thing, ib.28.342c, Eust.1278.53, etc. III cling firmly, of the λεπάς, Sch.Ar.Pl.1096.

Spanish (DGE)

I oponerse resueltamente abs. Th.1.140, Plu.2.81a, Eust.1278.53
c. prep. πρὸς τὰς ἡδονάς Plu.Agis 4, πρὸς τοὺς ἄλλους Them.Or.28.342c
resistir, aguantar πρὸς δίψος Them.Or.11.149c.
II 1aferrarse firmemente κατὰ τὸ βέλτιστον Plu.Per.31.
2 fig. mantener, asegurar c. inf. οἱ δὲ ἄντικρυς μὴ ποιήσειν ἀπεῖπον, κρεῖσσον ἀπισχυρισάμενοι εἶναι ... se opusieron absolutamente a que hiciera eso, manteniendo con firmeza que era mejor ... Procop.Goth.4.27.24, cf. D.C.38.7.1.

German (Pape)

[Seite 292] 1) dep. med., sich standhaft weigern, verweigern, Thuc. 1, 140, Ggstz συγχωρεῖν; Plut. πρός τινα Oth. 16. – 2) sich fest an etwas halten, τι νός, Sp.

French (Bailly abrégé)

s'opposer fortement à, tenir ferme, ne pas céder.
Étymologie: ἀπό, ἰσχυρίζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπισχῡρίζομαι: ἀποθ., ἐπιμόνως ἐναντιοῦμαι, ἄντικρυς ἀρνοῦμαι, οἷς εἰ ξυγχωρήσετε. καὶ ἄλλο τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε..., ἀπισχυρισάμενοι δὲ σαφὲς ἂν καταστήσαιτε αὐτοῖς Θουκ. 1. 140· πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλουτ. Ἆγις 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. διισχυρίζομαι, ἐπιμένω, Εὐστ. 1278. 23, κτλ., Συνέσ. 167D· ἀναγινώσκεται δὲ ὑπὸ Δινδ. ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Πλ. 1097 ἀντὶ ἐπισχυρίζομαι: ― Ἐπίρρ., ἀπισχυριστικῶς, θετικῶς, διαρρήδην, Εὐστ. 1861. 41.

Greek Monolingual

ἀπισχυρίζομαι (AM)
μσν.
υποστηρίζω, ισχυρίζομαι
αρχ.
επίμονα αντιτίθεμαι.

Greek Monotonic

ἀπισχῡρίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., εναντιώνομαι με επιμονή, αρνούμαι ευθέως, πρός τινα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπισχῡρίζομαι: оказывать сильное сопротивление, решительно противиться (Thuc.; πρός τι и πρός τινα Plut.).

Middle Liddell


Dep. to set oneself to oppose firmly, give a flat denial, πρός τινα Thuc.