ἄοικος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] (felt. [[ἄνοικος]]), 1) ohne Haus, ohne eigene Familie, mit [[ἀνέστιος]] verbunden Hes. O. 600; καὶ [[ἄπαις]] Plat. Phaedr. 240 a; arm, Conv. 203 d; χώρας ἄ., von Verbannten, Soph. Tr. 299. – 2) unwohnlich, [[ἄοικος]] [[ἐνοίκησις]] Soph. Phil. 530.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] (felt. [[ἄνοικος]]), 1) ohne Haus, ohne eigene Familie, mit [[ἀνέστιος]] verbunden Hes. O. 600; καὶ [[ἄπαις]] Plat. Phaedr. 240 a; arm, Conv. 203 d; χώρας ἄ., von Verbannten, Soph. Tr. 299. – 2) unwohnlich, [[ἄοικος]] [[ἐνοίκησις]] Soph. Phil. 530.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans maison, sans abri;<br /><b>2</b> inhabitable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἶκος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄοικος''': -ον, ὁ, [[ἄνευ]] οἰκογενείας, θῆτά τ’ ἄοικον ποιεῖσθαι, νὰ λαμβάνῃς ὡς ἐργάτην σου ἄνθρωπον [[ὅστις]] νὰ μὴ ἔχῃ ἰδικήν του οἰκογένειαν, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 600, Εὐρ. Ἱππ. 1029, Πλάτ. Συμπ. 203D, κτλ. δυσπότμους ἐπὶ ξένης χώρας ἀοίκους ἀπάτοράς τ’ ἀλωμένας Σοφ. Τρ. 300· ἐπὶ ζῴων τινῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 27. ΙΙ. περὶ κατοικίας, ἀθλία, ἐλεεινή, [[ἀναξία]] νὰ ὀνομάζηται [[κατοικία]], τὴν ἔσω ἄοικον εἰσοίκησιν Σοφ. Φ. 534.
|lstext='''ἄοικος''': -ον, ὁ, [[ἄνευ]] οἰκογενείας, θῆτά τ’ ἄοικον ποιεῖσθαι, νὰ λαμβάνῃς ὡς ἐργάτην σου ἄνθρωπον [[ὅστις]] νὰ μὴ ἔχῃ ἰδικήν του οἰκογένειαν, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 600, Εὐρ. Ἱππ. 1029, Πλάτ. Συμπ. 203D, κτλ. δυσπότμους ἐπὶ ξένης χώρας ἀοίκους ἀπάτοράς τ’ ἀλωμένας Σοφ. Τρ. 300· ἐπὶ ζῴων τινῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 27. ΙΙ. περὶ κατοικίας, ἀθλία, ἐλεεινή, [[ἀναξία]] νὰ ὀνομάζηται [[κατοικία]], τὴν ἔσω ἄοικον εἰσοίκησιν Σοφ. Φ. 534.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans maison, sans abri;<br /><b>2</b> inhabitable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἶκος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄοικος Medium diacritics: ἄοικος Low diacritics: άοικος Capitals: ΑΟΙΚΟΣ
Transliteration A: áoikos Transliteration B: aoikos Transliteration C: aoikos Beta Code: a)/oikos

English (LSJ)

ον, A houseless, homeless, Hes.Op.602, E.Hipp.1029, Pl.Smp.203d, etc.; ἐπὶ ξένης χώρας ἄοικος S.Tr.300; of animals, Arist.HA488a21: Comp., D.Chr.6.62. II ἄοικος εἰσοίκησις = a homeless, i.e. miserable, home, S.Ph.534, cf. Nonn.D.17.42.

Spanish (DGE)

-ον
1 inhóspito, inhabitable, εἰσοίκησις S.Ph.534, χώρα App.Gall.11.3, οἶκος Nonn.D.17.42, cf. Luc.Gall.17.
2 que no tiene casa de pers. θῆτά τ' ἄοικον ποιεῖσθαι ... κέλομαι y te pido que contrates un bracero sin casa Hes.Op.602, ταύτας ... ἐπὶ ξένης χώρας ἀοίκους S.Tr.300, cf. E.Hipp.1029, Pl.Smp.203d, Phdr.240a, Chrysipp.Stoic.3.170, BGU 372.1.13 (II d.C.), Plu.2.155a, IM 122e.2 (IV d.C.)
de anim. que no tiene guarida Arist.HA 488a21.

German (Pape)

[Seite 272] (felt. ἄνοικος), 1) ohne Haus, ohne eigene Familie, mit ἀνέστιος verbunden Hes. O. 600; καὶ ἄπαις Plat. Phaedr. 240 a; arm, Conv. 203 d; χώρας ἄ., von Verbannten, Soph. Tr. 299. – 2) unwohnlich, ἄοικος ἐνοίκησις Soph. Phil. 530.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans maison, sans abri;
2 inhabitable.
Étymologie: , οἶκος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοικος: -ον, ὁ, ἄνευ οἰκογενείας, θῆτά τ’ ἄοικον ποιεῖσθαι, νὰ λαμβάνῃς ὡς ἐργάτην σου ἄνθρωπον ὅστις νὰ μὴ ἔχῃ ἰδικήν του οἰκογένειαν, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 600, Εὐρ. Ἱππ. 1029, Πλάτ. Συμπ. 203D, κτλ. δυσπότμους ἐπὶ ξένης χώρας ἀοίκους ἀπάτοράς τ’ ἀλωμένας Σοφ. Τρ. 300· ἐπὶ ζῴων τινῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 27. ΙΙ. περὶ κατοικίας, ἀθλία, ἐλεεινή, ἀναξία νὰ ὀνομάζηται κατοικία, τὴν ἔσω ἄοικον εἰσοίκησιν Σοφ. Φ. 534.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄοικος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει σπίτι ή οικογένεια
μσν.- νεοελλ.
ο ακατοίκητος
νεοελλ.
άφαντος («έγινε άοικος» — εξαφανίστηκε)
αρχ.
ακατάλληλος για να κατοικήσει κανείςἄοικος εἰσοίκησις» — κατοικία που δεν είναι κατοικία, άθλια, τρώγλη —Σοφοκλής).

Greek Monotonic

ἄοικος: -ον·
I. αυτός που δεν έχει δική του οικογένεια, άστεγος, ανέστιος, σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.
II. ἄοικος εἰσοίκησις, η κατοικία που δεν αξίζει να φέρει αυτό το όνομα, δηλ. άθλια, ελεεινή κατοικία, τρώγλη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄοικος:
1) лишенный крова, бездомный Hes., Eur., Plat., Arst., Plut.: ἐπὶ ξένης χώρας ἄ. Soph. бездомный изгнанник;
2) негодный для жилья (εἰσοίκησις Soph.).

Middle Liddell


I. houseless, homeless, Hes., Soph., etc.
II. ἄοικος εἰσοίκησις a homeless, i. e. miserable, home, Soph.