ἐπιβλής: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0929.png Seite 929]] ῆτος, ὁ, der vorgeschobene Balken od. Thürriegel, Il. 24, 453; Harpocr. aus Lys. erkl. [[δοκός]]. Aehnl. mit obscöner Zweideutigkeit Eratosth. Schol. 1 (V, 242). Bei Theodorid. 18 (VII, 479) [[πέτρος]] γυρὴ καὶ [[ἄτριπτος]] [[ἐπιβλής]] ist es wohl adj. zu nehmen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0929.png Seite 929]] ῆτος, ὁ, der vorgeschobene Balken od. Thürriegel, Il. 24, 453; Harpocr. aus Lys. erkl. [[δοκός]]. Aehnl. mit obscöner Zweideutigkeit Eratosth. Schol. 1 (V, 242). Bei Theodorid. 18 (VII, 479) [[πέτρος]] γυρὴ καὶ [[ἄτριπτος]] [[ἐπιβλής]] ist es wohl adj. zu nehmen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆτος (ὁ) :<br />verrou.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβάλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιβλής''': ῆτος, ὁ, ([[ἐπιβάλλω]]) «ὁ τῇ [[θύρα]] ἐπιβαλλόμενος μοχλὸς» (Σχόλ.), θύρην δ’ ἔχε μοῦνος ἐπιβλὴς [[εἰλάτινος]] Ἰλ. Ω. 453.- Καθ’ Ἁρποκρ. «[[ἐπιβλής]] εστιν, ὡς μὲν Τιμαχίδας φησι, δοκὸς, ὡς δέ φησι Κλείταρχος ὁ [[γλωσσογράφος]] ποιά τις [[δοκός]]», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ.·- ἐπὶ αἰσχρᾶς ἐννοίας, [[ἄκρον]] ἐπιβλῆτος [[μεσσόθι]] πηξάμενος Ἀνθ. Π. 5. 242, 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = [[ἐπίβλητος]], Ἀνθ. Π. 7. 479. | |lstext='''ἐπιβλής''': ῆτος, ὁ, ([[ἐπιβάλλω]]) «ὁ τῇ [[θύρα]] ἐπιβαλλόμενος μοχλὸς» (Σχόλ.), θύρην δ’ ἔχε μοῦνος ἐπιβλὴς [[εἰλάτινος]] Ἰλ. Ω. 453.- Καθ’ Ἁρποκρ. «[[ἐπιβλής]] εστιν, ὡς μὲν Τιμαχίδας φησι, δοκὸς, ὡς δέ φησι Κλείταρχος ὁ [[γλωσσογράφος]] ποιά τις [[δοκός]]», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ.·- ἐπὶ αἰσχρᾶς ἐννοίας, [[ἄκρον]] ἐπιβλῆτος [[μεσσόθι]] πηξάμενος Ἀνθ. Π. 5. 242, 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = [[ἐπίβλητος]], Ἀνθ. Π. 7. 479. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 15:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, A bolt or bar fitting into a socket, Il.24.453; sens. obsc., AP5.241 (Eratosth.). II. cover, ib.7.479 (Theodorid.). III. ἡ ἐπιβλής (sc. δοκός) crossbeam, Lys.Fr.175 S., IG11.144A58 (Delos, iv B.C.), 22.463.62, 1672.193.
German (Pape)
[Seite 929] ῆτος, ὁ, der vorgeschobene Balken od. Thürriegel, Il. 24, 453; Harpocr. aus Lys. erkl. δοκός. Aehnl. mit obscöner Zweideutigkeit Eratosth. Schol. 1 (V, 242). Bei Theodorid. 18 (VII, 479) πέτρος γυρὴ καὶ ἄτριπτος ἐπιβλής ist es wohl adj. zu nehmen.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ) :
verrou.
Étymologie: ἐπιβάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβλής: ῆτος, ὁ, (ἐπιβάλλω) «ὁ τῇ θύρα ἐπιβαλλόμενος μοχλὸς» (Σχόλ.), θύρην δ’ ἔχε μοῦνος ἐπιβλὴς εἰλάτινος Ἰλ. Ω. 453.- Καθ’ Ἁρποκρ. «ἐπιβλής εστιν, ὡς μὲν Τιμαχίδας φησι, δοκὸς, ὡς δέ φησι Κλείταρχος ὁ γλωσσογράφος ποιά τις δοκός», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ.·- ἐπὶ αἰσχρᾶς ἐννοίας, ἄκρον ἐπιβλῆτος μεσσόθι πηξάμενος Ἀνθ. Π. 5. 242, 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = ἐπίβλητος, Ἀνθ. Π. 7. 479.
English (Autenrieth)
ῆτος (ἐπιβάλλω): bar, of gate or door, Il. 24.453†. (See cut No. 56, and the adjacent representation of Egyptian doors; see also No. 29.)
Greek Monolingual
ἐπιβλής, ο (Α)
1. αυτός που προεξέχει
2. σύρτης, μάνταλο της πόρτας
3. διασταυρούμενο δοκάρι
4. φρ. «ἄκρον ἐπιβλῆτος» — η βάλανος του πέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βλής «πεταμένος»].
Greek Monotonic
ἐπιβλής: -ῆτος, ὁ (ἐπιβάλλω), μοχλός που προσαρμόζεται, εφαρμόζει μέσα σε κοίλωμα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβλής: ῆτος adj. приставляемый, приставной (πέτρος Anth.).
ῆτος ὁ болт, щеколда или шкворень Hom., Anth.