ἐπιτροχάδην: Difference between revisions
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0997.png Seite 997]] darüber hinlaufend, ἀγορεύειν, eilig u. obenhin, kurz, Il. 3, 213 Od. 18, 26; D. Hal. verbindet [[ἐπιτροχάδην]] καὶ κεφαλαιωδῶς ἐπιτιθέναι τι C. V. p. 103; a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0997.png Seite 997]] darüber hinlaufend, ἀγορεύειν, eilig u. obenhin, kurz, Il. 3, 213 Od. 18, 26; D. Hal. verbindet [[ἐπιτροχάδην]] καὶ κεφαλαιωδῶς ἐπιτιθέναι τι C. V. p. 103; a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />en courant ; rapidement, brièvement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίτροχος]], -δην. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιτροχάδην''': ᾰ, Ἐπίρρ., ἦ τοι μὲν [[Μενέλαος]] [[ἐπιτροχάδην]] ἀγόρευε, συντόμως, «παρατρέχων τὰ πολλὰ καὶ τὰ καίρια μόνον λέγων» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 213· ὢ [[πόποι]], ὡς ὁ μολοβρὸς [[ἐπιτροχάδην]] ἀγορεύει, «[[ἐσπευσμένως]]» (Σχόλ.), «κατ’ ἐπιδρομὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 26. | |lstext='''ἐπιτροχάδην''': ᾰ, Ἐπίρρ., ἦ τοι μὲν [[Μενέλαος]] [[ἐπιτροχάδην]] ἀγόρευε, συντόμως, «παρατρέχων τὰ πολλὰ καὶ τὰ καίρια μόνον λέγων» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 213· ὢ [[πόποι]], ὡς ὁ μολοβρὸς [[ἐπιτροχάδην]] ἀγορεύει, «[[ἐσπευσμένως]]» (Σχόλ.), «κατ’ ἐπιδρομὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 26. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 15:32, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], Adv. A trippingly, fluently, glibly: in Hom. only in phrase ἐ. ἀγορεύειν Il.3.213, Od.18.26. II cursorily, D.H. Amm.2.2, Man.1.11.
German (Pape)
[Seite 997] darüber hinlaufend, ἀγορεύειν, eilig u. obenhin, kurz, Il. 3, 213 Od. 18, 26; D. Hal. verbindet ἐπιτροχάδην καὶ κεφαλαιωδῶς ἐπιτιθέναι τι C. V. p. 103; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
en courant ; rapidement, brièvement.
Étymologie: ἐπίτροχος, -δην.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτροχάδην: ᾰ, Ἐπίρρ., ἦ τοι μὲν Μενέλαος ἐπιτροχάδην ἀγόρευε, συντόμως, «παρατρέχων τὰ πολλὰ καὶ τὰ καίρια μόνον λέγων» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 213· ὢ πόποι, ὡς ὁ μολοβρὸς ἐπιτροχάδην ἀγορεύει, «ἐσπευσμένως» (Σχόλ.), «κατ’ ἐπιδρομὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 26.
English (Autenrieth)
glibly, fluently, Il. 3.213, Od. 18.26.
Greek Monolingual
(AM ἐπιτροχάδην) τροχάδην
επίρρ. βιαστικά, χωρίς πολλή προσοχή, σύντομα, με σπουδή, στα πεταχτά (α. «επιτροχάδην ερμηνεία» — ερμηνεία βιαστική, χωρίς να προηγηθεί λεπτομερής γλωσσική επεξεργασία
β. «διάβασα το έγγραφο επιτροχάδην» γ. «ἐπιτροχάδην ἀγόρευεν», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐπιτροχάδην: [ᾰ], (ἐπιτρέχω), επίρρ., ανάλαφρα, πεταχτά, αβίαστα, εύστροφα, ετοιμόλογα, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτροχάδην: (ᾰ) adv. быстро, торопливо (ἀγορεύειν Hom.).