ἐφαπλόω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1112.png Seite 1112]] darüber entfalten u. ausbreiten; χρύσειον [[ἄωτον]] Orph. Arg. 1344; Eumath. amor. I p. 8; Plut. u. a. Sp., γυῖα Bahr. 95, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1112.png Seite 1112]] darüber entfalten u. ausbreiten; χρύσειον [[ἄωτον]] Orph. Arg. 1344; Eumath. amor. I p. 8; Plut. u. a. Sp., γυῖα Bahr. 95, 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />déployer sur, étendre sur : γυῖα γῆς BABR étendre ses membres sur la terre <i>en parl. d’un lion</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἁπλόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφαπλόω''': [[ἁπλόω]], ἁπλώνω, [[ἄωτον]] Ὀρφ. Ἀργ. 1333· μετὰ γεν., [[λέων]]… γυῖα γῆς ἐφαπλώσας, ἁπλώσας ἐπὶ τῆς γῆς, Βαβρ. 95. 2· [[στῆθος]] ἐφαπλώσας… ὄχθην Νόνν. Δ. 15. 9· μετὰ δοτ., δίκτυα νεπόδεσσιν ἐφ. [[αὐτόθι]] 20. 385· ἐρετμοῖς χεῖρας Ὀρφ. Ἀργ. 455: - Παθ., λύκου μεγάλου δέρμα λαβὼν… περιέτεινε τῷ σώματι… ὡς τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἐφηπλῶσθαι ταῖς χερσί, [[οὕτως]] [[ὥστε]] οἱ δεξιοὶ πόδες τοῦ δέρματος τοῦ λύκου νὰ ἁπλωθῶσιν [[ἐπάνω]] εἰς τὰς χείρας [[αὐτοῦ]], Λόγγος 1. 20· [[σκότος]] ἐφήπλωται Πλούτ. 2. 167Α.
|lstext='''ἐφαπλόω''': [[ἁπλόω]], ἁπλώνω, [[ἄωτον]] Ὀρφ. Ἀργ. 1333· μετὰ γεν., [[λέων]]… γυῖα γῆς ἐφαπλώσας, ἁπλώσας ἐπὶ τῆς γῆς, Βαβρ. 95. 2· [[στῆθος]] ἐφαπλώσας… ὄχθην Νόνν. Δ. 15. 9· μετὰ δοτ., δίκτυα νεπόδεσσιν ἐφ. [[αὐτόθι]] 20. 385· ἐρετμοῖς χεῖρας Ὀρφ. Ἀργ. 455: - Παθ., λύκου μεγάλου δέρμα λαβὼν… περιέτεινε τῷ σώματι… ὡς τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἐφηπλῶσθαι ταῖς χερσί, [[οὕτως]] [[ὥστε]] οἱ δεξιοὶ πόδες τοῦ δέρματος τοῦ λύκου νὰ ἁπλωθῶσιν [[ἐπάνω]] εἰς τὰς χείρας [[αὐτοῦ]], Λόγγος 1. 20· [[σκότος]] ἐφήπλωται Πλούτ. 2. 167Α.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />déployer sur, étendre sur : γυῖα γῆς BABR étendre ses membres sur la terre <i>en parl. d’un lion</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἁπλόω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφαπλόω Medium diacritics: ἐφαπλόω Low diacritics: εφαπλόω Capitals: ΕΦΑΠΛΟΩ
Transliteration A: ephaplóō Transliteration B: ephaploō Transliteration C: efaploo Beta Code: e)faplo/w

English (LSJ)

spread or unfold over, ἄωτον Orph.A.1336: c. gen., λέων . . γυῖα γῆς ἐφαπλώσας Babr.95.2; στῆθος ἐφαπλώσας . . ὄχθης Nonn. D.15.9: c. dat., δίκτυα νεπόδεσσιν ἐ. ib.20.385; ἐρετμοῖς χεῖρας Orph. A.457: metaph., ἐ. τὸ ἀγαθὸν διὰ τοῦ κόσμου Hierocl.in CA21p.467M.:—Pass., τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἐφηπλῶσθαι ταῖς χερσί to have the skin of the front feet spread over the hands, Longus 1.20; σκότος ἐφήπλωται v.l. in Plu.2.167a.

German (Pape)

[Seite 1112] darüber entfalten u. ausbreiten; χρύσειον ἄωτον Orph. Arg. 1344; Eumath. amor. I p. 8; Plut. u. a. Sp., γυῖα Bahr. 95, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
déployer sur, étendre sur : γυῖα γῆς BABR étendre ses membres sur la terre en parl. d’un lion.
Étymologie: ἐπί, ἁπλόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφαπλόω: ἁπλόω, ἁπλώνω, ἄωτον Ὀρφ. Ἀργ. 1333· μετὰ γεν., λέων… γυῖα γῆς ἐφαπλώσας, ἁπλώσας ἐπὶ τῆς γῆς, Βαβρ. 95. 2· στῆθος ἐφαπλώσας… ὄχθην Νόνν. Δ. 15. 9· μετὰ δοτ., δίκτυα νεπόδεσσιν ἐφ. αὐτόθι 20. 385· ἐρετμοῖς χεῖρας Ὀρφ. Ἀργ. 455: - Παθ., λύκου μεγάλου δέρμα λαβὼν… περιέτεινε τῷ σώματι… ὡς τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἐφηπλῶσθαι ταῖς χερσί, οὕτως ὥστε οἱ δεξιοὶ πόδες τοῦ δέρματος τοῦ λύκου νὰ ἁπλωθῶσιν ἐπάνω εἰς τὰς χείρας αὐτοῦ, Λόγγος 1. 20· σκότος ἐφήπλωται Πλούτ. 2. 167Α.

Greek Monotonic

ἐφαπλόω: μέλ. -ώσω, απλώνω ή αναδιπλώνω, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφαπλόω: распростирать, растягивать (γυῖα γῆς Babr.); pass. распростираться (σκότος ἐφήπλωται Plut.).

Middle Liddell

fut. ώσω
to spread or fold over, Babr.