ὄτλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0405.png Seite 405]] ὁ (wohl mit τλῆναι zusammenhangend), Leid, Drangsal, Elend, VLL. erkl. [[μόχθος]], [[κακοπάθεια]]; ἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον, Aesch. Spt. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0405.png Seite 405]] ὁ (wohl mit τλῆναι zusammenhangend), Leid, Drangsal, Elend, VLL. erkl. [[μόχθος]], [[κακοπάθεια]]; ἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον, Aesch. Spt. 18.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />douleur, peine, mal.<br />'''Étymologie:''' ὀ- prosth. et R. Ταλ, supporter ; cf. [[τλάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄτλος''': ὁ, [[πάθημα]], κακοπραγία προερχομένη ἔκ τινος πράγματος, [[κακοπάθεια]], παιδείας ὄτλον Αἰσχύλ. Θήβ. 18· νυμφείων ὄτλον Σοφ. Τρ. 7 (κατὰ τὸν Σχολ., ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσιν ὄκνον, ταύτην δὲ τὴν γραφὴν διετήρησεν ὁ Jebb ἐν τῷ κειμένῳ ὡς [[μᾶλλον]] προσήκουσαν). ([[ὄτλος]], [[ὀτλέω]], [[ὀτλήμων]] φαίνεται ὅτι ἐσχηματίσθησαν ἐκ τῆς √ΤΑΛ, [[τάλας]], τλῆναι, [[τλήμων]], μετὰ τοῦ εὐφωνικοῦ ο ἀκριβῶς ὡς τὰ ἄτλας, [[ἄθλιος]], παράγεται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης μετὰ τοῦ α εὐφων.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄτλος]]. [[μόχθος]]».
|lstext='''ὄτλος''': ὁ, [[πάθημα]], κακοπραγία προερχομένη ἔκ τινος πράγματος, [[κακοπάθεια]], παιδείας ὄτλον Αἰσχύλ. Θήβ. 18· νυμφείων ὄτλον Σοφ. Τρ. 7 (κατὰ τὸν Σχολ., ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσιν ὄκνον, ταύτην δὲ τὴν γραφὴν διετήρησεν ὁ Jebb ἐν τῷ κειμένῳ ὡς [[μᾶλλον]] προσήκουσαν). ([[ὄτλος]], [[ὀτλέω]], [[ὀτλήμων]] φαίνεται ὅτι ἐσχηματίσθησαν ἐκ τῆς √ΤΑΛ, [[τάλας]], τλῆναι, [[τλήμων]], μετὰ τοῦ εὐφωνικοῦ ο ἀκριβῶς ὡς τὰ ἄτλας, [[ἄθλιος]], παράγεται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης μετὰ τοῦ α εὐφων.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄτλος]]. [[μόχθος]]».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />douleur, peine, mal.<br />'''Étymologie:''' ὀ- prosth. et R. Ταλ, supporter ; cf. [[τλάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:02, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄτλος Medium diacritics: ὄτλος Low diacritics: ότλος Capitals: ΟΤΛΟΣ
Transliteration A: ótlos Transliteration B: otlos Transliteration C: otlos Beta Code: o)/tlos

English (LSJ)

ὁ, suffering, distress, arising from a thing, παιδείας ὄτλον A. Th.18; νυμφείων ὄτλον S.Tr.7 (as the Sch., though the Ms. gives ὄκνον). (ὄτλος, ὀτλέω, ὀτλήμων seem to be cogn. with τάλας, τλῆναι, τλήμων.)

German (Pape)

[Seite 405] ὁ (wohl mit τλῆναι zusammenhangend), Leid, Drangsal, Elend, VLL. erkl. μόχθος, κακοπάθεια; ἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον, Aesch. Spt. 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
douleur, peine, mal.
Étymologie: ὀ- prosth. et R. Ταλ, supporter ; cf. τλάω.

Greek (Liddell-Scott)

ὄτλος: ὁ, πάθημα, κακοπραγία προερχομένη ἔκ τινος πράγματος, κακοπάθεια, παιδείας ὄτλον Αἰσχύλ. Θήβ. 18· νυμφείων ὄτλον Σοφ. Τρ. 7 (κατὰ τὸν Σχολ., ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσιν ὄκνον, ταύτην δὲ τὴν γραφὴν διετήρησεν ὁ Jebb ἐν τῷ κειμένῳ ὡς μᾶλλον προσήκουσαν). (ὄτλος, ὀτλέω, ὀτλήμων φαίνεται ὅτι ἐσχηματίσθησαν ἐκ τῆς √ΤΑΛ, τάλας, τλῆναι, τλήμων, μετὰ τοῦ εὐφωνικοῦ ο ἀκριβῶς ὡς τὰ ἄτλας, ἄθλιος, παράγεται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης μετὰ τοῦ α εὐφων.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄτλος. μόχθος».

Greek Monotonic

ὄτλος: ὁ, επιβάρυνση, ταλαιπωρία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὄτλος:τλῆναι страдание, мучение, тягость Aesch.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: burden, load, suffering (A. Th. 18, S. Tr. 7 sch.)
Derivatives: ὀτλ-έω (Call., A. R., Lyc.), -εύω (A. R., Babr.) to bear, to undergo, -ημα n. distress (H., Theognost.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Verbal noun to τλῆ-ναι bear, suffer with init. ὀ-, prob. rhythm. conditioned vowel-prothesis rather than (with Kretschmer KZ 36, 268) prefix; cf. Schwyzer 412 w. lit. The vowel-prohesis cannot be explained, so the explanation is wrong. The word will be Pre-Greek.

Middle Liddell

ὄτλος, ὁ,
a burden, distress, Aesch.

Frisk Etymology German

ὄτλος: {ótlos}
Grammar: m.
Meaning: Bürde, Last, Beschwerde (A. Th. 18, S. Tr. 7 Sch.)
Derivative: mit ὀτλέω (Kall., A. R., Lyk.), -εύω (A. R., Babr.) ‘ertragen, er- dulden’, -ημα n. Mühsal (H., Theognost.).
Etymology : Verbalnomen zu τλῆναι ‘(er)tragen’ mit anlaut. ὀ-, wohl eher rhythmisch bedingte Vokalprothese als (mit Kretschmer KZ 36, 268) Präfix; vgl. Schwyzer 412 m. Lit. Laryngalbetrachtungen bei Austin Lang. 17, 88.
Page 2,440

English (Woodhouse)

anxiety

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)