Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥοικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] krumm, gebogen, gekrümmt, bes. mit einwärts gekrümmten Füßen; περὶ κνήμας, Archil. frg. 33; [[κορύνη]], Theocr. 7, 18; Hippocr. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] krumm, gebogen, gekrümmt, bes. mit einwärts gekrümmten Füßen; περὶ κνήμας, Archil. frg. 33; [[κορύνη]], Theocr. 7, 18; Hippocr. u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />courbe, recourbé ; <i>particul.</i> cagneux.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ῥικνός]].<br /><span class="bld">2</span>ή, όν :<br /><b>1</b> mou, débile ; <i>fig.</i> périssable, passager;<br /><b>2</b> qui a le flux de ventre, la diarrhée.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοικός''': -ή, -όν, ὡς τὸ [[ῥαιβός]], [[καμπύλος]], [[κορύνη]] Θεόκρ. 7. 18, πρβλ. 4. 49· περὶ κνήμας [[ῥοικός]], ὁ ἔχων τὰς κνήμας κυρτὰς πρὸς τὰ ἔσω, Ἀρχίλ. 52 ([[διάφορος]] γραφὴ [[ῥαιβός]], ὃ ἴδε)· ῥ. μηροὶ Ἱππ. Μοχλ. 853· τὸ ῥοικόν, [[κυρτότης]] τοῦ σκέλους, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 31, 3. ― Ἰωνικὴ [[λέξις]] κατὰ Γρηγόρ. Κορίνθου 554. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοικόν· σκολιόν, καμπύλον, σκαμβόν, ῥυσόν, ῥικνόν».
|lstext='''ῥοικός''': -ή, -όν, ὡς τὸ [[ῥαιβός]], [[καμπύλος]], [[κορύνη]] Θεόκρ. 7. 18, πρβλ. 4. 49· περὶ κνήμας [[ῥοικός]], ὁ ἔχων τὰς κνήμας κυρτὰς πρὸς τὰ ἔσω, Ἀρχίλ. 52 ([[διάφορος]] γραφὴ [[ῥαιβός]], ὃ ἴδε)· ῥ. μηροὶ Ἱππ. Μοχλ. 853· τὸ ῥοικόν, [[κυρτότης]] τοῦ σκέλους, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 31, 3. ― Ἰωνικὴ [[λέξις]] κατὰ Γρηγόρ. Κορίνθου 554. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοικόν· σκολιόν, καμπύλον, σκαμβόν, ῥυσόν, ῥικνόν».
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />courbe, recourbé ; <i>particul.</i> cagneux.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ῥικνός]].<br /><span class="bld">2</span>ή, όν :<br /><b>1</b> mou, débile ; <i>fig.</i> périssable, passager;<br /><b>2</b> qui a le flux de ventre, la diarrhée.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοικός Medium diacritics: ῥοικός Low diacritics: ροικός Capitals: ΡΟΙΚΟΣ
Transliteration A: rhoikós Transliteration B: rhoikos Transliteration C: roikos Beta Code: r(oiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A crooked, κορύνα, λαγωβόλον, Theoc.7.18,4.49; περὶ κνήμας ῥοικός bow-legged, Archil.58.4 (v.l. ῥαιβός, q.v.); ῥ. μηροί Hp. Mochl.22; τὸ ῥ. curvature of the leg, Arist.SE181b38.—Ion. word, acc. to EM242.2 (cod. Leid., where ῥυκός).

German (Pape)

[Seite 848] krumm, gebogen, gekrümmt, bes. mit einwärts gekrümmten Füßen; περὶ κνήμας, Archil. frg. 33; κορύνη, Theocr. 7, 18; Hippocr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
courbe, recourbé ; particul. cagneux.
Étymologie: cf. ῥικνός.
2ή, όν :
1 mou, débile ; fig. périssable, passager;
2 qui a le flux de ventre, la diarrhée.
Étymologie: ῥόος.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοικός: -ή, -όν, ὡς τὸ ῥαιβός, καμπύλος, κορύνη Θεόκρ. 7. 18, πρβλ. 4. 49· περὶ κνήμας ῥοικός, ὁ ἔχων τὰς κνήμας κυρτὰς πρὸς τὰ ἔσω, Ἀρχίλ. 52 (διάφορος γραφὴ ῥαιβός, ὃ ἴδε)· ῥ. μηροὶ Ἱππ. Μοχλ. 853· τὸ ῥοικόν, κυρτότης τοῦ σκέλους, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 31, 3. ― Ἰωνικὴ λέξις κατὰ Γρηγόρ. Κορίνθου 554. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοικόν· σκολιόν, καμπύλον, σκαμβόν, ῥυσόν, ῥικνόν».

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. στρεβλός, κυρτωμένος (α. «μηροὶ ῥοικοί», Ιπποκρ.
β. «περί κνήμας ῥοικός», Αρχίλ.)
2. καμπύλος («ῥοικάν... κορύναν», θεόκρ.)
3. το ουδ. ως ουσ.
τὸ ῥοικόν
η στρεβλότητα σκέλους, το να είναι παραμορφωμένο ένα σκέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ῥικνός.
(I)
-ή, -ό / ῥοϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ ῥόος / ῥοή]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ροή («ροϊκή ταχύτητα»)
αρχ.
1. ρευστός, ασταθής, ασθενικός
2. αυτός που πάσχει από διάρροια.
(II)
-ή, -όν, Μ ῥόα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ροδιά.

Greek Monotonic

ῥοικός: -ή, -όν, κυρτός, καμπουριαστός, καμπύλος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ῥοικός: искривленный, кривой (κορύνη Theocr.).

Frisk Etymological English

See also: s. ῥικνός.

Middle Liddell

ῥοικός, ή, όν
crooked, Theocr.

Frisk Etymology German

ῥοικός: {rhoikós}
See also: s. ῥικνός.
Page 2,662