Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διανταῖος: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui frappe droit à travers (arme, coup, blessure);<br /><b>2</b> qui ne se laisse pas dévier, inflexible (sort, destinée).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀντί]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui frappe droit à travers (arme, coup, blessure);<br /><b>2</b> qui ne se laisse pas dévier, inflexible (sort, destinée).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀντί]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διανταῖος''': , -ον, ἐκτεινόμενος ἀπ᾿ ἄκρου ἕως ἄκρου, δι᾿ ὅλης τῆς γραμμῆς· ἐπὶ ἐπιδέσμων ἐκτεινομένων καθ᾿ ὅλον τὸ [[μῆκος]] τῆς ῥάχεως, Ἱππ. Ἄρθρ. 809· ἀκριβῶς διὰ μέσου, διανταία [[πληγή]], καίριον [[τραῦμα]], Αἰσχύλ. Θήβ. 894· οὕτω, διανταίαν οὐτᾶν ὁ αὐτ. Χο. 640· δ. βέλει [[αὐτόθι]] 184· ὀδύνα Εὐρ. Ἴωνι 767· - [[μοῖρα]] δ., [[ἀμετάβλητος]], [[ἀδυσώπητος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 334. - Ἐπίρρ. -ως, Ἄντυλλ. (Ὀρειβ. 3, 618).
|elnltext=διανταῖος -α -ον, f. ook -ος [δίαντα] doordringend, vlijmscherp:; βέλος zwaard Aeschl. Ch. 184; adv. διανταίαν dwars doormidden, diep:; διανταίαν... πεπλαγμένους diepgeraakt Aeschl. Sept. 895; overdr. meedogenloos, genadeloos, stekend:. Μοῖρα Lot Aeschl. Eum. 334. (die zich uitstrekt) over de hele lengte:. τόνοι νευρώδεες pezen Hp. Art. 45.
}}
{{elru
|elrutext='''διανταῖος:''' и<br /><b class="num">1)</b> [[поражающий навылет]], [[пронзающий насквозь]] ([[βέλος]] Aesch.; [[πληγή]] Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[пронизывающий]], [[пронзительный]] (ὀδύνα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[неумолимый]], [[беспощадный]] ([[μοῖρα]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διανταῖος:''' -α, -ον, αυτός που εκτείνεται από [[άκρη]] σε [[άκρη]], αυτός που βρίσκεται [[ολότελα]] στη [[μέση]], διαπερνά [[ολωσδιόλου]]· διανταία [[πληγή]], καίριο [[πλήγμα]], [[τραύμα]], σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>διανταίαν οὐτᾶν</i>, στον ίδ.· δ. [[βέλος]], στον ίδ.· <i>ὀδύνα</i>, σε Ευρ.· μεταφ., [[μοῖρα]] δ., που είναι αδυσώπητη, που πλήττει καίρια, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''διανταῖος:''' -α, -ον, αυτός που εκτείνεται από [[άκρη]] σε [[άκρη]], αυτός που βρίσκεται [[ολότελα]] στη [[μέση]], διαπερνά [[ολωσδιόλου]]· διανταία [[πληγή]], καίριο [[πλήγμα]], [[τραύμα]], σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>διανταίαν οὐτᾶν</i>, στον ίδ.· δ. [[βέλος]], στον ίδ.· <i>ὀδύνα</i>, σε Ευρ.· μεταφ., [[μοῖρα]] δ., που είναι αδυσώπητη, που πλήττει καίρια, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διανταῖος:''' и<br /><b class="num">1)</b> [[поражающий навылет]], [[пронзающий насквозь]] ([[βέλος]] Aesch.; [[πληγή]] Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[пронизывающий]], [[пронзительный]] (ὀδύνα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[неумолимый]], [[беспощадный]] ([[μοῖρα]] Aesch.).
|lstext='''διανταῖος''': -α, -ον, ἐκτεινόμενος ἀπ᾿ ἄκρου ἕως ἄκρου, δι᾿ ὅλης τῆς γραμμῆς· ἐπὶ ἐπιδέσμων ἐκτεινομένων καθ᾿ ὅλον τὸ [[μῆκος]] τῆς ῥάχεως, Ἱππ. Ἄρθρ. 809· ἀκριβῶς διὰ μέσου, διανταία [[πληγή]], καίριον [[τραῦμα]], Αἰσχύλ. Θήβ. 894· οὕτω, διανταίαν οὐτᾶν ὁ αὐτ. Χο. 640· δ. βέλει [[αὐτόθι]] 184· ὀδύνα Εὐρ. Ἴωνι 767· - [[μοῖρα]] δ., [[ἀμετάβλητος]], [[ἀδυσώπητος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 334. - Ἐπίρρ. -ως, Ἄντυλλ. (Ὀρειβ. 3, 618).
}}
{{elnl
|elnltext=διανταῖος -α -ον, f. ook -ος [δίαντα] doordringend, vlijmscherp:; βέλος zwaard Aeschl. Ch. 184; adv. διανταίαν dwars doormidden, diep:; διανταίαν... πεπλαγμένους diepgeraakt Aeschl. Sept. 895; overdr. meedogenloos, genadeloos, stekend:. Μοῖρα Lot Aeschl. Eum. 334. (die zich uitstrekt) over de hele lengte:. τόνοι νευρώδεες pezen Hp. Art. 45.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δι-ανταῖος, η, ον <i>adj</i><br />extending [[throughout]], [[right]] [[through]], διανταία [[πληγή]] a [[home]]- [[thrust]], Aesch.; so, διανταίαν οὐτᾶν Aesch.; δ. [[βέλος]] Aesch.; ὀδύνα Eur.:—metaph., [[μοῖρα]] δ. [[destiny]] that strikes [[home]], Aesch.
|mdlsjtxt=δι-ανταῖος, η, ον <i>adj</i><br />extending [[throughout]], [[right]] [[through]], διανταία [[πληγή]] a [[home]]- [[thrust]], Aesch.; so, διανταίαν οὐτᾶν Aesch.; δ. [[βέλος]] Aesch.; ὀδύνα Eur.:—metaph., [[μοῖρα]] δ. [[destiny]] that strikes [[home]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 20:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανταῖος Medium diacritics: διανταῖος Low diacritics: διανταίος Capitals: ΔΙΑΝΤΑΙΟΣ
Transliteration A: diantaîos Transliteration B: diantaios Transliteration C: diantaios Beta Code: diantai=os

English (LSJ)

α, ον (ος, ον E.Ion766 (lyr.)), extending throughout, of ligaments running the whole length of the spine, Hp.Art.45; right through, διανταίαν πλαγὰν πεπλαγμένος A.Th.895 (lyr.); διανταίαν οὐτᾶν Id.Ch.640(lyr.); δ. βέλει ib.184; ὀδύνα E.Ion766(lyr.); μοῖρα δ. relentless destiny, A.Eu.334 (lyr.). Adv. -αίως, παθεῖν Antyll. ap. Orib.44.23.14.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Grafía: graf. διαντέ- Gal.18(1).351, 528
• Morfología: [-ος, -ον E.Io 767]
I 1que atraviesa de parte a parte διανταίαν λέγεις una herida, A.Th.895, cf. D.S.16.94, τόδ' ἄγχι πλευμόνων ξίφος διανταίαν ... οὐτᾷ esta espada hiere junto a los pulmones (el pecho) de parte a parte A.Ch.640, βέλος A.Ch.184, δ. ἔτυπεν ὀδύνα με πλευμόνων τῶνδ' ἔσω un dolor de lado a lado me ha sacudido dentro de mis pulmones E.l.c., πτερώσεις διεκτετρημέναι διανταίοις τρήμασι Orib.49.24.15
fig. inflexible τοῦτο γὰρ λάχος διανταία Μοῖρ' ἐπέκλωσεν A.Eu.334.
2 anat. que se extiende a todo lo largo τόνοι νευρώδεες de los ligamentos de la espina dorsal, Hp.Art.45, cf. Gal.18(1).528, προσδῆσαι ... ἱμάντι ... ἐκ δύο διανταίων συμβεβλημένῳ Hp.Art.47, cf. Gal.18(1).351.
II adv. -ως completamente εἰ δὲ ... τὸ ὀστοῦν δ. πάθοι Antyll. en Orib.44.20.14.

German (Pape)

[Seite 593] α, ον, auch 2 Endungen, ὀδύνα, Eur. Ion 766; gerad hindurchgehend, durchdringend, πληγή, Aesch. Spt. 894; D. Sic. 16, 94; auch διανταία allein, Aesch. Ch. 640; βέλος, 184; μοῖρα, das unerbittliche (durchgreifende) Geschick, Eum. 334. – Hippocr.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 qui frappe droit à travers (arme, coup, blessure);
2 qui ne se laisse pas dévier, inflexible (sort, destinée).
Étymologie: διά, ἀντί.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διανταῖος -α -ον, f. ook -ος [δίαντα] doordringend, vlijmscherp:; βέλος zwaard Aeschl. Ch. 184; adv. διανταίαν dwars doormidden, diep:; διανταίαν... πεπλαγμένους diepgeraakt Aeschl. Sept. 895; overdr. meedogenloos, genadeloos, stekend:. Μοῖρα Lot Aeschl. Eum. 334. (die zich uitstrekt) over de hele lengte:. τόνοι νευρώδεες pezen Hp. Art. 45.

Russian (Dvoretsky)

διανταῖος: и
1) поражающий навылет, пронзающий насквозь (βέλος Aesch.; πληγή Diod.);
2) пронизывающий, пронзительный (ὀδύνα Eur.);
3) неумолимый, беспощадный (μοῖρα Aesch.).

Greek Monolingual

διανταῖος, -α, -ον (Α) ανταίος
1. (για επίδεσμο) αυτός που εκτείνεται απ' άκρη σ' άκρη, που περιδένει όλη την έκταση τραύματος
2. αμετάβλητος, αναπότρεπτος.

Greek Monotonic

διανταῖος: -α, -ον, αυτός που εκτείνεται από άκρη σε άκρη, αυτός που βρίσκεται ολότελα στη μέση, διαπερνά ολωσδιόλου· διανταία πληγή, καίριο πλήγμα, τραύμα, σε Αισχύλ.· ομοίως, διανταίαν οὐτᾶν, στον ίδ.· δ. βέλος, στον ίδ.· ὀδύνα, σε Ευρ.· μεταφ., μοῖρα δ., που είναι αδυσώπητη, που πλήττει καίρια, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

διανταῖος: -α, -ον, ἐκτεινόμενος ἀπ᾿ ἄκρου ἕως ἄκρου, δι᾿ ὅλης τῆς γραμμῆς· ἐπὶ ἐπιδέσμων ἐκτεινομένων καθ᾿ ὅλον τὸ μῆκος τῆς ῥάχεως, Ἱππ. Ἄρθρ. 809· ἀκριβῶς διὰ μέσου, διανταία πληγή, καίριον τραῦμα, Αἰσχύλ. Θήβ. 894· οὕτω, διανταίαν οὐτᾶν ὁ αὐτ. Χο. 640· δ. βέλει αὐτόθι 184· ὀδύνα Εὐρ. Ἴωνι 767· - μοῖρα δ., ἀμετάβλητος, ἀδυσώπητος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 334. - Ἐπίρρ. -ως, Ἄντυλλ. (Ὀρειβ. 3, 618).

Middle Liddell

δι-ανταῖος, η, ον adj
extending throughout, right through, διανταία πληγή a home- thrust, Aesch.; so, διανταίαν οὐτᾶν Aesch.; δ. βέλος Aesch.; ὀδύνα Eur.:—metaph., μοῖρα δ. destiny that strikes home, Aesch.