διαπρεπής: Difference between revisions
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[distingué]], [[remarquable]] entre tous, [[éminent]];<br /><b>2</b> <i>abs.</i> [[magnifique]]: τὸ διαπρεπές THC la [[magnificence]];<br /><i>Cp.</i> διαπρεπέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[διαπρέπω]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[distingué]], [[remarquable]] entre tous, [[éminent]];<br /><b>2</b> <i>abs.</i> [[magnifique]]: τὸ διαπρεπές THC la [[magnificence]];<br /><i>Cp.</i> διαπρεπέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[διαπρέπω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=διαπρεπής -ές [διαπρέπω] [[uitstekend]], [[voortreffelijk]]; subst.. [[τὸ διαπρεπές]] de praal Thuc. 6.16.2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαπρεπής:''' [[отменный]], [[выдающийся]], [[превосходный]], [[блистательный]], [[славный]] ([[νῆσος]] Pind.; [[ἀρετή]] Thuc.; [[ἄγαλμα]] Plut.): δ. τι Eur. или δ. τινι Eur., Plut. замечательный чем-л. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''διαπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), διακεκριμένος, [[εξαίρετος]], [[επιφανής]], [[ένδοξος]], [[λαμπρός]], σε Θουκ.· <i>τινι</i> ή <i>τι</i>, σε [[κάτι]], σε Ευρ.· <i>τὸ δ</i>., [[μεγαλοπρέπεια]], σε Θουκ. | |lsmtext='''διαπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), διακεκριμένος, [[εξαίρετος]], [[επιφανής]], [[ένδοξος]], [[λαμπρός]], σε Θουκ.· <i>τινι</i> ή <i>τι</i>, σε [[κάτι]], σε Ευρ.· <i>τὸ δ</i>., [[μεγαλοπρέπεια]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διαπρεπής''': -ές, [[ἔξοχος]], διακεκριμένος, [[ἐπιφανής]], Πίνδ. Ι. 5 (4). 56, Θουκ. 2, 34· τινὶ ἢ τι, ἔν τινι πράγματι, κατά τι, Εὐρ. Ἱκέτ. 841, Ι. Α. 1588· τὸ δ., [[μεγαλοπρέπεια]], Θουκ. 6. 16. ― Ἐπίρρ. –πῶς, ὑπερθ. –πέστατα, Δημ. 1208. 19. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, distinguished, νᾶσος Pi.I.5(4).44; ἀρετή Th.2.34; ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ δ. Democr.195, cf. E.Supp.841, IA1588; γυναικομίμῳ μορφώματι Id. Antiop.iiA7 A.; τὸ διαπρεπές = magnificence, Th.6.16. Adv. διαπρεπῶς = magnificently, σκηνὴ διαπρεπῶς κεκοσμημένη Plu.Alc.12; διαπρεπῶς ἀγωνίσασθαι Id.Mar.28, J.BJ7.1.2 (Comp.): Sup. διαπρεπέστατα D.50.7.
German (Pape)
[Seite 598] ές, ausgezeichnet, hervorstechend; νῆσος Pind. I. 4. 49; εὐψυχίᾳ, τὴν θέαν, Eur. Suppl. 841 I. A. 1588; ἀρετή. Thuc. 2, 34; τὸ διαπρεπές, das Hervorstechen. 6, 16 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 distingué, remarquable entre tous, éminent;
2 abs. magnifique: τὸ διαπρεπές THC la magnificence;
Cp. διαπρεπέστερος.
Étymologie: διαπρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπρεπής -ές [διαπρέπω] uitstekend, voortreffelijk; subst.. τὸ διαπρεπές de praal Thuc. 6.16.2.
Russian (Dvoretsky)
διαπρεπής: отменный, выдающийся, превосходный, блистательный, славный (νῆσος Pind.; ἀρετή Thuc.; ἄγαλμα Plut.): δ. τι Eur. или δ. τινι Eur., Plut. замечательный чем-л.
English (Slater)
διᾰπρεπής illustrious τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν διαπρεπέα νᾶσον (I. 5.44)
Greek Monolingual
-ές (AM διαπρεπής, -ές)
διακεκριμένος, ξεχωριστός, έξοχος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το διαπρεπές
η μεγαλοπρέπεια.
Greek Monotonic
διαπρεπής: -ές (πρέπω), διακεκριμένος, εξαίρετος, επιφανής, ένδοξος, λαμπρός, σε Θουκ.· τινι ή τι, σε κάτι, σε Ευρ.· τὸ δ., μεγαλοπρέπεια, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
διαπρεπής: -ές, ἔξοχος, διακεκριμένος, ἐπιφανής, Πίνδ. Ι. 5 (4). 56, Θουκ. 2, 34· τινὶ ἢ τι, ἔν τινι πράγματι, κατά τι, Εὐρ. Ἱκέτ. 841, Ι. Α. 1588· τὸ δ., μεγαλοπρέπεια, Θουκ. 6. 16. ― Ἐπίρρ. –πῶς, ὑπερθ. –πέστατα, Δημ. 1208. 19.
Middle Liddell
δια-πρεπής, ές adj πρέπω
eminent, distinguished, illustrious, Thuc.; τινί or τι in a thing, Eur.; τὸ δ. magnificence, Thuc.
English (Woodhouse)
conspicuous, exalted, famous, peerless, pre-eminent, singular, preeminent