δεχήμερος: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=ος, ον :<br />qui dure dix jours.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[ἡμέρα]]. | |btext=ος, ον :<br />qui dure dix jours.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[ἡμέρα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δεχήμερος -ον [δέκα, ἡμέρα] tiendaags, tien dagen lang. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεχήμερος:''' [[десятидневный]] ([[θυσία]] Plat.; [[ἐκεχειρία]] Thuc.; ἀνοχαί Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''δεχήμερος:''' -ον ([[ἡμέρα]]), [[δεκαήμερος]], αυτός που διαρκεί [[δέκα]] ημέρες· [[ἐκεχειρία]] δεχ., [[ανακωχή]] που ορίζεται με [[προθεσμία]] [[δέκα]] ημερών, σε Θουκ.· <i>σπονδαὶ δεχ</i>., στον ίδ. | |lsmtext='''δεχήμερος:''' -ον ([[ἡμέρα]]), [[δεκαήμερος]], αυτός που διαρκεί [[δέκα]] ημέρες· [[ἐκεχειρία]] δεχ., [[ανακωχή]] που ορίζεται με [[προθεσμία]] [[δέκα]] ημερών, σε Θουκ.· <i>σπονδαὶ δεχ</i>., στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''δεχήμερος''': -ον, ἐπὶ [[δέκα]] ἡμέρας, διαρκῶν [[δέκα]] ἡμέρας, Ἐπ. Πλάτ. 349D· [[ἐκεχειρία]] δεχ. ἀνακωχὴ [[δέκα]] ἡμερῶν, Θουκ. 5. 26, πρβλ. Πολύβ. 20. 9, 5, πρβλ. Λίβ. 24. 27· σπονδαὶ δεχ. Θουκ. 6. 7, 10. ΙΙ. δεχήμερον, τό, [[διάστημα]] [[δέκα]] ἡμερῶν, Πολυδ. Α΄, 63. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἡμέρα]]<br />for ten days, [[lasting]] ten days, [[ἐκεχειρία]] δεχ. a [[truce]] terminable on giving ten days' [[notice]], Thuc.; σπονδαὶ δεχ. Thuc. | |mdlsjtxt=[[ἡμέρα]]<br />for ten days, [[lasting]] ten days, [[ἐκεχειρία]] δεχ. a [[truce]] terminable on giving ten days' [[notice]], Thuc.; σπονδαὶ δεχ. Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A for ten days, lasting ten days, θυσία Pl.Ep.349d; ἐκεχειρία δ. truce terminable at ten days' notice (or, renewable every ten days), Th.5.26; ἀνοχαί Plb.20.9.5; σπονδαὶ Th.6.7,10; written δεκ- BGU812i11 (ii/iii A. D.). II δεχήμερον, τό, a space of ten days, Poll.1.63.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δεκημ- BGU 812.1.10 (II/III d.C.)
1 que dura diez días θυσία Pl.Ep.349d, διέχουσι ... αἱ νῆσοι αὗται Tερηδόνος ... δεχήμερον πλοῦν Str.16.3.4
•que se termina a los diez días ἀνοχαί Plb.20.9.5, 10.12, D.H.3.16.1, σπονδαί Th.6.7, 10, ἐκεχειρία δ. tregua renovable cada diez días Th.5.26, δεχήμεροι ἐπισπονδαί tregua adicional de diez días Th.5.32.
2 subst. ἡ δ. período de diez días, decena de días, como una tercera parte del mes ἐν τῇ ᾱ δεχημέρῳ PPetr.3.121(b).2 (III a.C.), cf. PHib.53.2, PSI 382.14 en BL 6.175, PGurob 6.4 en BL 7.65, PPetr.3.134.3 (todos III a.C.), Poll.1.63
•como plazo de diez días τῆς δεχημέρου διελθούσης κ(αὶ) μηδεμιᾶς ἀποδόσεως γενομένης PIand.145.2 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 554] zehntägig, Thuc. 5, 26; Plat. u. Folgde; τὸ δεχήμερον, Poll. 1. 63, Zeit von zehn Tagen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dure dix jours.
Étymologie: δέκα, ἡμέρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεχήμερος -ον [δέκα, ἡμέρα] tiendaags, tien dagen lang.
Russian (Dvoretsky)
δεχήμερος: десятидневный (θυσία Plat.; ἐκεχειρία Thuc.; ἀνοχαί Polyb.).
Greek Monolingual
δεχήμερος, -ον (Α)
1. αυτός που διαρκεί δέκα ημέρες («ἐκεχειρία δεχήμερος» — ανακωχή που μπορεί να τερματιστεί με την πάροδο δέκα ημερών ή που ανανεώνεται κάθε δέκα μέρες)
2. το ουδ. ως ουσ. το δεχήμερον
το δεκαήμερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ημέρα με τροπή του -κ- σε -χ- μπροστά από δασυνόμενο φωνήεν (πρβλ. δεχάμματος)].
Greek Monotonic
δεχήμερος: -ον (ἡμέρα), δεκαήμερος, αυτός που διαρκεί δέκα ημέρες· ἐκεχειρία δεχ., ανακωχή που ορίζεται με προθεσμία δέκα ημερών, σε Θουκ.· σπονδαὶ δεχ., στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
δεχήμερος: -ον, ἐπὶ δέκα ἡμέρας, διαρκῶν δέκα ἡμέρας, Ἐπ. Πλάτ. 349D· ἐκεχειρία δεχ. ἀνακωχὴ δέκα ἡμερῶν, Θουκ. 5. 26, πρβλ. Πολύβ. 20. 9, 5, πρβλ. Λίβ. 24. 27· σπονδαὶ δεχ. Θουκ. 6. 7, 10. ΙΙ. δεχήμερον, τό, διάστημα δέκα ἡμερῶν, Πολυδ. Α΄, 63.
Middle Liddell
ἡμέρα
for ten days, lasting ten days, ἐκεχειρία δεχ. a truce terminable on giving ten days' notice, Thuc.; σπονδαὶ δεχ. Thuc.