καταχαλκόω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-ῶ :<br />couvrir <i>ou</i> garnir de cuivre <i>ou</i> d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[κατάχαλκος]].
|btext=-ῶ :<br />couvrir <i>ou</i> garnir de cuivre <i>ou</i> d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[κατάχαλκος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταχαλκόω''': [[κατακαλύπτω]], ἐπικαλύπτω μὲ χαλκόν, τὰ [[κέρεα]] Ἡρόδ. 6. 50, πρβλ. Ἑβδ. (2 Παραλ. δ΄, 9). ΙΙ. κ. τόπον θυρίσι, [[κλείω]] μὲ χαλκίνας θύρας, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 521F, πρβλ. Διόδ. 12. 70.
|elnltext=κατα-χαλκόω met brons beslaan.
}}
{{elru
|elrutext='''καταχαλκόω:''' [[покрывать медью]] (τὰ χέρεα Her.; τὰς στοάς Diod.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταχαλκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καλύπτω]] με χαλκό, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''καταχαλκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καλύπτω]] με χαλκό, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταχαλκόω:''' [[покрывать медью]] (τὰ χέρεα Her.; τὰς στοάς Diod.).
|lstext='''καταχαλκόω''': [[κατακαλύπτω]], ἐπικαλύπτω μὲ χαλκόν, τὰ [[κέρεα]] Ἡρόδ. 6. 50, πρβλ. Ἑβδ. (2 Παραλ. δ΄, 9). ΙΙ. κ. τόπον θυρίσι, [[κλείω]] μὲ χαλκίνας θύρας, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 521F, πρβλ. Διόδ. 12. 70.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-χαλκόω met brons beslaan.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br />to [[cover]] with [[brass]], Hdt.
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br />to [[cover]] with [[brass]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχαλκόω Medium diacritics: καταχαλκόω Low diacritics: καταχαλκόω Capitals: ΚΑΤΑΧΑΛΚΟΩ
Transliteration A: katachalkóō Transliteration B: katachalkoō Transliteration C: katachalkoo Beta Code: kataxalko/w

English (LSJ)

A cover or point with bronze, τὰ κέρεα Hdt.6.50:—Pass., θυρώματα-κεχαλκωμένα χαλκῷ LXX 2 Ch.4.9. II κ. τόπον θυρίσι block up with bronze doors, Heraclid. ap. Ath.12.521f; στοὰς ὅπλοις D.S.12.70.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couvrir ou garnir de cuivre ou d'airain.
Étymologie: κατάχαλκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χαλκόω met brons beslaan.

Russian (Dvoretsky)

καταχαλκόω: покрывать медью (τὰ χέρεα Her.; τὰς στοάς Diod.).

Greek Monotonic

καταχαλκόω: μέλ. -ώσω, καλύπτω με χαλκό, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταχαλκόω: κατακαλύπτω, ἐπικαλύπτω μὲ χαλκόν, τὰ κέρεα Ἡρόδ. 6. 50, πρβλ. Ἑβδ. (2 Παραλ. δ΄, 9). ΙΙ. κ. τόπον θυρίσι, κλείω μὲ χαλκίνας θύρας, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 521F, πρβλ. Διόδ. 12. 70.

Middle Liddell

fut. ώσω
to cover with brass, Hdt.